Από την έντυπη έκδοση
Tου Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Η ανάκαμψη της Ελλάδας περνά μέσα από τη διεύρυνση της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία θα αυξήσει τις θέσεις εργασίας και το ΑΕΠ. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με επενδύσεις. Η ελληνική κυβέρνηση, όμως, διακηρύττει ότι χωρίς ελάφρυνση του χρέους δεν έχει νόημα να επιδιώκει κανείς την προσέλκυση κεφαλαίων. Με βάση το ίδιο σκεπτικό, μια περαιτέρω διευθέτηση του χρέους θα σηματοδοτήσει την έναρξη επενδύσεων. Είναι το υψηλό χρέος που απωθεί τις επενδύσεις;
Τι εμποδίζει τις επενδύσεις στην Ελλάδα
Ανάμεσα στα κριτήρια για την ανταγωνιστικότητα μιας χώρας και άρα τη δυνατότητα αυτής να προσελκύει παραγωγικές επενδύσεις δεν αναφέρεται ο ρόλος του δημόσιου χρέους, αν και συναντώνται ευρύτερες αναφορές στο μακροοικονομικό περιβάλλον, παράμετρος η οποία δεν φιγουράρει στις πρώτες θέσεις των προτεραιοτήτων. Οι πιο προβληματικοί παράγοντες για την εφαρμογή ενός επενδυτικού σχεδίου συγκεκριμένα στην Ελλάδα, όπως τους παρουσιάζει το report του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ για την περίοδο 2015-2016, είναι κατά σειρά η «πρόσβαση σε χρηματοδότηση» (21.1), η «αναποτελεσματική κρατική γραφειοκρατία» (17.7), η «πολιτική αστάθεια» (16.4), η «πολυπλοκότητα των φορολογικών κανόνων», οι «φορολογικοί συντελεστές» (8.3), η «διαφθορά» (5.4), οι «περιοριστικοί εργατικοί κανόνες» (5.4), η «κυβερνητική αστάθεια/πραξικοπήματα» (5.0), η «ανεπαρκής παροχή υποδομών» (3.9), η «ανεπαρκής δυνατότητα καινοτομίας» (2.2) η «φτωχή εργασιακή ηθική στο εργατικό δυναμικό» (1.5), η «φτωχή δημόσια υγεία» (0.9) και η «ανεπαρκής εκπαίδευση εργατικού δυναμικού» (0.8).
Aπό τις παραμέτρους αυτές μόνο η «πρόσβαση σε χρηματοδότηση» σχετίζεται σε έναν βαθμό με το δημόσιο χρέος υπό την έννοια ότι ο υπερδανεισμός του κράτους ήταν αυτός που διατάραξε την ισορροπία των τραπεζών, είτε μέσω της ύφεσης που προκάλεσε στην οικονομία είτε μέσω του «κουρέματος» ομολόγων. Το υψηλό country risk της Ελλάδας, που αγγίζει έως και το σενάριο της εξόδου από το ευρώ, είναι βέβαιο ότι επιβαρύνει το κόστος χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα, ο οποίος επιπροσθέτως δεν μπορεί να απευθυνθεί για δανεισμό στο εξωτερικό. Το ρίσκο της χώρας, όμως, δεν είναι τόσο συνάρτηση του σημερινού ποσοστού δημόσιου χρέους όσο της αδυναμίας της ελληνικής οικονομίας να υλοποιήσει τη συμφωνία με τους πιστωτές της -γεγονός που εκπέμπει το μήνυμα της αβεβαιότητας- και σε κάθε περίπτωση να εφαρμόσει η ίδια μεταρρυθμίσεις μετασχηματισμού της, ώστε να επιστρέψει σε ανάπτυξη με διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα.
Επιπλέον, η δυσκολία πρόσβασης σε χρηματοδότηση στην Ελλάδα συνδέεται σήμερα σε μεγάλο βαθμό με τα «κόκκινα» δάνεια, τα οποία αφαιρούν από τις τράπεζες τον ρόλο τους ως πιστωτών της πραγματικής οικονομίας. Το πρόβλημα της έλλειψης επενδύσεων -ιδίως ξένων και υψηλής προστιθέμενης αξίας- στην Ελλάδα είναι άλλωστε φαινόμενο διαχρονικό και πολυπαραγοντικό. Η Ελλάδα δεν προσέλκυσε τέτοιες επενδύσεις ούτε την περίοδο της υποτιθέμενης, όπως αποδείχθηκε, οικονομικής άνθησης που σηματοδότησε η ένταξη στην Ευρωζώνη. Σύμφωνα με τη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη (UNCTAD), οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα αντιστοιχούν μόλις στο 8,5% της συνολικής εγκατεστημένης δυναμικότητας, έναντι παγκόσμιου μέσου όρου 33,5% (50% στην Ε.Ε., 21% στη γειτονική Τουρκία). Σημειωτέον, όσο πιο παραγωγική καθίσταται η οικονομία τόσο μικρότερη καθίσταται εκ των πραγμάτων η σημασία του χρέους.
Τι καθυστερεί την επιστροφή στις αγορές
Ο παράγοντας, ο οποίος κυρίως οδήγησε στον αποκλεισμό της Ελλάδας από τις αγορές το 2010 ήταν η αποκάλυψη -την καθυστέρησαν τα Greek statistics- ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας ανερχόταν τελικά στο δυσθεώρητο ποσό των 37,5 δισ. Βεβαίως, το έλλειμμα χρηματοδοτείται με δάνεια και, υπό αυτήν την έννοια, δυσχεραίνει την προοπτική του χρέους.
Ωστόσο, αφενός το χρέος κινείτο ήδη σε επίπεδα άνω του 100% του ΑΕΠ και την περίοδο πριν από το 2009 αφετέρου η συμμετοχή της χώρας στην Ευρωζώνη πρακτικά εγγυάται την αποπληρωμή των χρεών της χώρας με τη συνδρομή των εταίρων που συμμετέχουν στο κοινό νόμισμα, υπό την προϋπόθεση ότι η χώρα θα τηρεί ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Εκτός και αν η ίδια επιλέξει για πολιτικούς λόγους μια στάση πληρωμών, όπως συνέβη σε έναν βαθμό με τη μετάθεση της υποχρέωσης προς το ΔΝΤ το 2015.
Το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία καθυστερεί να επιστρέψει στις αγορές κεφαλαίων οφείλεται στις επιπλοκές ως προς την εφαρμογή του προγράμματος, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να αποτελεί τη μοναδική χώρα που παραμένει σε καθεστώς προσαρμογής από το 2010. Η αδύναμη ανάκαμψη με έτος έναρξης το 2014, η οποία σύμφωνα με τις προβλέψεις των διεθνών οργανισμών θα προσέγγιζε το 2,5-3% το 2015, ματαιώθηκε εν μέσω των κατά γενική ομολογία αναποτελεσματικών χειρισμών στην 7μηνη διαπραγμάτευση του ίδιου έτους. Οι εξελίξεις αυτές, συν τοις άλλοις, έχουν στερήσει από την Ελλάδα τη δυνατότητα συμμετοχής στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, που θα διευκόλυνε την αποκατάσταση της επαφής με τις αγορές.
Τι πληρώνει η Ελλάδα για το χρέος σε σύγκριση με άλλες χώρες
Οι ετήσιες πληρωμές τόκων χρέους στην Ελλάδα δεν είναι οι υψηλότερες στην Ευρώπη.Το 2014 ανήλθαν στο 4,3% του ΑΕΠ, δηλαδή χαμηλότερα από ό,τι στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιταλία. Μάλιστα, σύμφωνα με υπολογισμούς της ευρωπαϊκής δεξαμενής σκέψης Bruegel, με την επιστροφή στην Ελλάδα των τόκων προς την ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης, και με την αναβολή των τόκων επί των δανείων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) περιορίζονται περαιτέρω σε 2,6% του ΑΕΠ. Τη μετέπειτα εικόνα βελτιώνουν το ευρωπαϊκό περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων και οι χαμηλές ανάγκες αναχρηματοδότησης για τα επόμενα έτη. Το επιτόκιο δανεισμού από το EFSF είναι μόλις 1 μονάδα βάσης πάνω από τον ετήσιο μέσο όρο του Ταμείου, που βρίσκεται στο 0,2%. Η μέση ωρίμανση των δανείων του EFSF εκτείνεται στα 30 χρόνια, με το τελευταίο δάνειο να λήγει το 2054. Το επιτόκιο των διμερών δανείων από άλλες χώρες της Ευρωζώνης βρίσκεται στο 0,56% ετησίως. Η αποπληρωμή τους είναι σταδιακή από το 2020 έως το 2041.
Πρακτικά, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους δεν συνιστά άμεσο πρόβλημα για την Ελλάδα έως το 2022 και άλλωστε οι αγορές φαίνεται να έχουν πειστεί για περαιτέρω ελάφρυνση της αποπληρωμής την περίοδο μετά το έτος αναφοράς, χωρίς «κούρεμα», αλλά με παρεμβάσεις, όπως μακρές επιμηκύνσεις. Βεβαίως, όσο επιμηκύνεται η περίοδος αποπληρωμής τόσο μεγαλύτερα συνολικά ποσά καταβάλλονται με τη μορφή τόκων και τόσο διευρύνεται το χρονικό διάστημα κατά το οποίο φορτία χρέους απασχολούν την ελληνική οικονομία.
Ωστόσο, αποτελεί αδήριτη πραγματικότητα το γεγονός ότι σημαντικά φορτία χρέους συνοδεύουν κάθε χώρα στον κόσμο και άλλωστε δεν υπάρχει χώρα, η οποία αποπληρώνει πλήρως το χρέος της. Στο πλαίσιο αυτό, σημασία έχουν οι ετήσιες ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες, όπως και το ύψος του επιτοκίου. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Ιαπωνίας. Το χρέος της ξεπερνά κατά πολύ το 200% του ΑΕΠ, ωστόσο, το μέσο ετήσιο επιτόκιο είναι 0,9%. Ουδείς συζητεί για την ανάγκη αναδιάρθρωσης του ιαπωνικού χρέους.
Τι μπορεί να τονώσει τις επενδύσεις ελαφρύνοντας και το χρέος
Για την περίπτωση της Ελλάδας είναι χαρακτηριστική η διαπίστωση μελέτης του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, η οποία καταδεικνύει τη χώρα ως την τελευταία σε επίπεδο εφαρμογής μεταρρυθμίσεων, κάτω από την Ιρλανδία, την Κύπρο και την Πορτογαλία. Αποτελεί άλλωστε κοινό μυστικό ότι στην Ελλάδα η έγκριση μιας μεταρρύθμισης από τη Βουλή δεν διασφαλίζει και την πρακτική εφαρμογή της. Κρίσιμη είναι η παράμετρος της σαφούς αδυναμίας, αν όχι απουσίας, των ελληνικών θεσμών, που τουλάχιστον εκ του αποτελέσματος συντηρούν το διαβόητο πελατειακό κράτος. Ελληνικοί και ξένοι επενδυτικοί φορείς επισημαίνουν στις παρεμβάσεις τους ότι η όποια ελάφρυνση του χρέους δεν θα αλλάξει ουσιαστικά το τοπίο - σημειωτέον, οι μόνες επενδύσεις οι οποίες λαμβάνουν υπόψη με έμφαση την προβολή του δημόσιου χρέους μιας χώρας είναι οι χρηματοοικονομικές επενδύσεις (hedge funds κ.ο.κ.).
Αυτό το οποίο επιζητούν οι επενδυτές είναι η διαμόρφωση λειτουργικού θεσμικού περιβάλλοντος, καθώς και ευέλικτο εργατικό δυναμικό υψηλής ποιότητας. Η εφαρμογή διαρθρωτικών παρεμβάσεων, όπως η πλήρης μεταρρύθμιση και αποπολιτικοποίηση της δημόσιας διοίκησης, η επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης, η δημιουργία κτηματολογίου, η δραστική πρόοδος στον περιορισμό της φοροδιαφυγής, οι ιδιωτικοποιήσεις, η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, η απελευθέρωση των αγορών και η εκπόνηση συγκροτημένης πολιτικής προσέλκυσης επενδύσεων θα μετασχημάτιζαν την ελληνική οικονομία σε ένα παραγωγικό και βιώσιμο σύστημα.
Σε τελική ανάλυση, θα ενεργοποιούσαν και νέες παρεμβάσεις ελάφρυνσης του χρέους, στις οποίες φαίνεται να συναινούν και οι ίδιοι οι πιστωτές, οι οποίοι αναζητούν δείγματα γραφής για να τα παρουσιάσουν ως «τεκμήρια» στα εθνικά τους κοινοβούλια.
Μιλούν στη «Ν»
Γιώργος Παγουλάτος
Καθηγητής Ευρωπ. Πολιτικής & Οικονομίας
Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Το χρέος δεν είναι άμεσο πρόβλημα για την Ελλάδα μέχρι το 2022. Μέχρι τότε, το κόστος εξυπηρέτησης είναι απολύτως διαχειρίσιμο. Για μετά το 2022 χρειάζονται πολύ σημαντικές επιμηκύνσεις, επέκταση περιόδων χάριτος, σταθεροποίηση του επιτοκίου, και ει δυνατόν ρήτρα ανάπτυξης. Θα ήταν επίσης επιθυμητό ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος να ήταν χαμηλότερος από το 3,5% που έχει συμφωνηθεί για μετά το 2018. Αυτή θα έπρεπε να είναι και η απώτερη στόχευση της κυβέρνησης. Θα είχε μάλιστα και τη στήριξη του ΔΝΤ που έχει την ίδια άποψη, υπό την προϋπόθεση της εφαρμογής πραγματικά τολμηρών μεταρρυθμίσεων, που ξεπερνούν κατά πολύ τον παρόντα πενιχρό κυβερνητικό απολογισμό. Η μονοσήμαντη πρόταξη του ζητήματος του χρέους είναι (α) κληρονομιά της μαξιμαλιστικής ατζέντας του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι το 2015, (β) αποτέλεσμα της αδυναμίας να εστιαστούν δημιουργικά στο πιο σημαντικό -και δυσκολότερο- μέρος του λόγου χρέους/ΑΕΠ που είναι ο παρονομαστής (ονομαστικό ΑΕΠ) και απαιτεί γενναίες μεταρρυθμίσεις, ελκυστικότητα στην προσέλκυση επενδύσεων και σοβαρή ποιότητα διακυβέρνησης, (γ) αδυναμία να κατανοηθεί (και από πολλούς διεθνείς αναλυτές) ότι η πραγματική παρούσα αξία του δημόσιου χρέους είναι πολύ μικρότερη από ό,τι υποδεικνύει ο απλός λόγος χρέους/ΑΕΠ, λόγω ακριβώς της ευνοϊκής διάρθρωσής του (μεγάλα maturities και περίοδοι χάριτος, εκτός αγορών, κ.λπ). Το κριτήριο gross financing needs < 15% ΑΕΠ που θέτει πιο ρεαλιστικά το ΔΝΤ (έχοντας εγκαταλείψει την άστοχη προσήλωση στο ποσοστό -120% κ.λπ.) είναι ήδη κάτω από τα επίπεδα ορισμένων χωρών, όπως η Ιταλία. Κατά τη γνώμη μου, θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνονται και τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου.
Δημήτρης Ιωάννου
Συγγραφέας «Ανατέμνοντας την κρίση»
Οικονομολόγος
NAFTEMPORIKI.GR
Η ύπαρξη ενός πολύ υψηλού χρέους φυσικά και επηρεάζει τις πιθανές επενδύσεις λόγω της υψηλής πιθανότητας δημοσιονομικής χρεοκοπίας της χώρας στην οποία επιχειρεί ο επενδυτής. Ωστόσο, δεν είναι αναγκαστικά τέτοια η εικόνα που μπορεί να εκπέμψει η Ελλάδα σήμερα. Tην εικόνα αυτήν τη δημιουργούμε εμείς, αρνούμενοι να εφαρμόσουμε μεταρρυθμίσεις που θα μετασχηματίσουν την οικονομία σε μια πιο παραγωγική μορφή και προτάσσοντας συνεχώς το θέμα του χρέους, το οποίο δεν είναι άμεσο και τόσο σημαντικό ως βάρος. Η εξυπηρέτηση των τόκων του ελληνικού χρέους είναι στο ύψος μιας κανονικής και όχι υπερχρεωμένης ή πτωχευμένης χώρας. Παρά την επικρατούσα ρητορική, είναι η παρούσα σύνθεση και λειτουργική διάρθρωση της οικονομίας ο λόγος για τον οποίο απουσιάζει η παραμικρή «ενδογενής» αναπτυξιακή. Ως εκ τούτου, η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να εξέλθει από τη στασιμότητα, ακόμη και αν επιλύονταν σημαντικά προβλήματα που τη βαρύνουν ή υποτίθεται ότι τη βαρύνουν, όπως το δημόσιο εξωτερικό χρέος ή και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Δηλαδή, αν μας μειώσουν το χρέος, θα έρθει μετά -για παράδειγμα- η Intel να επενδύσει στην Ελλάδα; Δεν το πιστεύω. Είμαι βέβαιος ότι δεν είμαι ο μόνος.
Μιχάλης Γκλεζάκος
Καθηγητής Χρηματοοικονομικής
Πανεπιστήμιο Πειραιά
Το δημόσιο χρέος επηρεάζει έντονα τις επενδυτικές επιλογές. Όσο υψηλότερο είναι το χρέος τόσο μεγαλύτερες είναι οι επιβαρύνσεις (φορολογικές, ασφαλιστικές κ.λπ.) των επιχειρήσεων, αφού το κράτος θα πρέπει να συγκεντρώνει χρήματα για να το εξυπηρετεί. Το υψηλό χρέος δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς τη μακροπρόθεσμη προοπτική της οικονομίας, του διαθέσιμου εισοδήματος και κατ’ επέκταση της ζήτησης. Επηρεάζει άμεσα τις τράπεζες (αδυναμία προσέλκυσης καταθέσεων και σύναψης δανείων, ζημίες κ.λπ.) και δυσκολεύει έτσι τη χρηματοδότηση της οικονομίας μέσω του τραπεζικού συστήματος. Ευρύτερα, ποιος δανείζει έναν υπερδανεισμένο; Επίσης, δεν είναι δεδομένο ότι θα είναι πρόθυμοι οι δανειστές μας να καλύπτουν στο διηνεκές τις υποχρεώσεις μας. Άλλωστε, η εναλλακτική λύση του δανεισμού από τα άλλα κράτη της Ε.Ε. και το ΔΝΤ βλέπουμε πόσους περιορισμούς συνεπάγεται (π.χ. επιβάλλεται λιτότητα σε μια περίοδο που η οικονομία χρειάζεται μια έστω και μικρή «ενθάρρυνση»). Το υψηλό χρέος δημιουργεί ευνοϊκό περιβάλλον για τη φυγή από το ευρώ. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα προκαλέσει άμεση υποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων που είναι στην Ελλάδα και αλλεπάλληλες μειώσεις στην αγοραστική δύναμη (άρα και στον πραγματικό τζίρο των επιχειρήσεων) μέσω του τεράστιου πληθωρισμού και των διαρκών υποτιμήσεων. Ποιος επενδυτής θα ρισκάρει, όταν ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν έχει εξαλειφθεί; Μια από τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να εξαλειφθεί είναι η μείωση του δημόσιου χρέους.