Δικαίως η περίπτωση της Ελλάδας τίθεται συχνά στο τραπέζι διεθνών αναλυτών ως ξεχωριστό παράδειγμα ανεπτυγμένης χώρας με χαρακτηριστική αδυναμία εκσυγχρονισμού της οικονομίας της.
Η υπερβολική πλην βολική εστίαση του πολιτικού συστήματος στο δημόσιο χρέος, η αμφισβητήσιμη προτεραιότητα του προγράμματος στην αγορά εργασίας έναντι της αγοράς προϊόντων και οι βαθιά ριζωμένες πολιτικές επιρροές ως μέσο υπονόμευσης των εφαρμοζόμενων μεταρρυθμίσεων θεωρούνται τα βασικά συστατικά των αποτυχιών του ελληνικού προγράμματος, εγείροντας το ερώτημα κατά πόσο η Ελλάδα είναι σε θέση να εφαρμόσει τελικά ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα αύξησης της ανταγωνιστικότητας και μεγέθυνσης της οικονομίας της.
Αχτίδα φωτός ξεπροβάλλει μέσα από τεκμηριωμένες εκτιμήσεις για τη δυναμική που μπορούν να προσδώσουν παρεμβάσεις στη λειτουργία των αγορών και στην προσέγγιση της Ελλάδας με τον τομέα του R&D.
Χρέος και πραγματικότητα
Η προοπτική μιας μορφής διαγραφής του δημόσιου χρέους της Ελλάδας συνιστά από την αρχή της κρίσης ύψιστη προτεραιότητα του ελληνικού πολιτικού συστήματος και ιδίως της σημερινής δικομματικής κυβέρνησης.
Το χρέος λειτουργεί αναμφίβολα επιβαρυντικά στην προσπάθεια ανάκαμψης της οικονομίας. Στην πραγματικότητα όμως δεν αφορά ακριβώς την ουσία του ελληνικού προβλήματος. Δεν παύει βεβαίως ο στόχος της αναδιάρθρωσης να αποτελεί το «καρότο» που προσφέρουν οι πιστωτές στις ελληνικές κυβερνήσεις προκειμένου να εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις.
Είναι ενδεικτική η κοινή τοποθέτηση του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Tufts Γιάννη Ιωαννίδη και του Νομπελίστα καθηγητή στο London School of Economics και στο Πανεπιστήμιο της Κύπρου Χριστόφορου Πισσαρίδη, στο πλαίσιο πρόσφατου κλειστού συνεδρίου στο Ινστιτούτο Brookings των ΗΠΑ.
«Η Ελλάδα θα πρέπει να βελτιώσει περαιτέρω την ανταγωνιστικότητά της έναντι των εταίρων της στην Ευρωζώνη και η ελάφρυνση του χρέους αυτή καθαυτή δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας. Ακόμη και αν το ελληνικό χρέος εξαλειφόταν αύριο, η ελληνική οικονομία και πάλι δεν θα αναπτυσσόταν αρκετά ουσιαστικά ώστε να πετύχει τη σύγκλιση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Ωστόσο, η ελάφρυνση του χρέους θα μπορούσε να βοηθήσει αν σχεδιαζόταν ως κίνητρο για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας».
Οι προκλήσεις
Υπό το πρίσμα ότι το πρόβλημα της Ελλάδας είναι η χαμηλή παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της, οι Ιωαννίδης και Πισσαρίδης μιλούν για «μια μυριάδα περιορισμών στο ελεύθερο εμπόριο που σταδιακά εισήχθησαν μετά το τέλος του εμφύλιου πολέμου το 1949 και που δεν επιτρέπουν στις ελληνικές επιχειρήσεις να αναπτυχθούν, να υιοθετήσουν νέα τεχνολογία και να αναχθούν σε παγκοσμίου βεληνεκούς εξαγωγείς, με την εξαίρεση της ναυτιλίας, που υπόκειται σε διαφορετικούς κανόνες, λόγω της διεθνούς φύσης της».
Λάθη στον αρχικό σχεδιασμό
Οι αδυναμίες του ελληνικού προγράμματος αναλύονται σε τρία επίπεδα. Πρώτον, ο τρόπος παρέμβασης στις αγορές. «Οι μεταρρυθμίσεις αγοράς προϊόντων, που απελευθερώνουν τον ανταγωνισμό σε τομείς όπως τα ταξί ή τα φαρμακεία, θα πρέπει να εγκαθιδρύονται σταδιακά και να δίνουν στους θιγόμενους εργαζόμενους εναλλακτικά μέτρα υποστήριξης κατά τη μετάβαση, κατά την οποία η άρση των εμποδίων και των θεσμοθετημένων περιθωρίων κέρδους συρρικνώνει τους θιγόμενους τομείς (…)
Η λογική της υποστήριξης του ΔΝΤ στην αναδιάρθρωση χωρών είναι ακριβώς να παρέχει μαξιλάρι στους χαμένους και να τους βοηθά στη μετάβαση προς μια νέα οικονομική τάξη.
Αλλά παρ’ όλη τη διάθεση άφθονων εργαλείων γι’ αυτόν τον σκοπό και παρ’ όλο το χρονικό διάστημα των 5 ετών που μεσολάβησε από την αρχική συμφωνία με την τρόικα τον Μάιο του 2010 για την απελευθέρωση του ανταγωνισμού, διάφορα επαγγέλματα συνεχίζουν με ζήλο να προστατεύουν τα προνόμιά τους, περιορίζοντας την πρόσβαση στην αδειοδότηση και εγκαταλείποντας πολύ αργά πρακτικές κραυγαλέας υπερχρέωσης».
Δεύτερον, ο αντίκτυπος της δημοσιονομικής εξυγίανσης. «Στην πράξη, η δημοσιονομική λιτότητα οδήγησε σε μεγαλύτερους αρνητικούς πολλαπλασιαστές από τις αρχικές εκτιμήσεις του ΔΝΤ (όπως αναγνώρισε και το ίδιο, 2013) και μια μεγαλύτερη πτώση από την αναμενόμενη στην παραγωγή».
Τρίτον, η συσχέτιση μισθών και τιμών. «Παρ’ όλη την πτώση των μισθών, κατά 20% και κατά πολύ περισσότερο απ’ ό,τι σε άλλες χώρες σε πρόγραμμα, η σχετική πτώση του μοναδιαίου κόστους εργασίας που σχετίζεται με τις επιδόσεις των εξαγωγών δεν μεταφράστηκε σε πτώση των τιμών. Οι μισθολογικές μειώσεις αντανακλάστηκαν σε μεγαλύτερες αυξήσεις στα περιθώρια κέρδους παρά σε μειώσεις τιμών.
Με άκαμπτες τιμές και με φραγμούς εισόδου, η πτώση των τιμών και του μοναδιαίου κόστους εργασίας έως τώρα έχουν συμβάλει στην ύφεση αντί στην αντιστροφή της (…) Σε τέτοιες συνθήκες καθίσταται πολύ πιο λογικό να στοχεύσεις προηγουμένως σε μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων, που θα βελτίωναν την ευελιξία των τιμών και τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας είναι επίσης απαραίτητες, αλλά μπορούν να έρθουν αργότερα, όταν η οικονομία θα αποδίδει καλά και τότε θα είναι και πιο εύκολο να εφαρμοστούν (…)
Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας συναντούν αντιστάσεις από τους εργαζόμενους και τα συνδικάτα τους και μπορούν να είναι διασπαστικές, τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά. Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων συναντούν αντιστάσεις από τα επαγγέλματα και κεφαλαιούχους, που τελικά είναι πιο πιθανό να συμμορφωθούν αν δοθεί επαρκής αποζημίωση στους χαμένους».
Αναξιοποίητες δυνατότητες
Οι κ.κ. Ιωαννίδης και Πισσαρίδης επικαλούνται ευρήματα σύμφωνα με τα οποία η εφαρμογή πολιτικών που θα έκλειναν περίπου κατά μισό το κενό της Ελλάδας από την υπόλοιπη Ευρωζώνη σε επίπεδο κανονισμών αγορών προϊόντων και εργασίας, θα αυξήσει το πραγματικό ΑΕΠ της χώρας κατά 5% έπειτα από πέντε χρόνια και κατά 10% σε μακροπρόθεσμη βάση.
Οι μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και εργασίας, παράλληλα με αντίστοιχες στον τομέα της γνώσης και της καινοτομίας μπορούν να καλύψουν περίπου το 78% του σημερινού κενού μεταξύ της Ελλάδας και των χωρών της Ευρωζώνης με τις υψηλότερες επιδόσεις. Παράλληλα, μια μείωση της τάξης του 10% στις μη εμπορεύσιμες τιμές και στις προσαυξήσεις των μισθών του ιδιωτικού τομέα μπορεί να οδηγήσει σε 9% του ΑΕΠ.
Σημειωτέον, μεταξύ 128 χωρών η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο κενό ανάμεσα στο επίπεδο εισοδήματος και το περιεχόμενο γνώσης στις εξαγωγές της. Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα κατατάσσεται δεύτερη, μόνο μετά την Ινδία, σε όρους ευκολίας για εξαγώγιμη δραστηριότητα πολυσύνθετων προϊόντων, γειτνιάζοντας οικονομικά με μερικές από τις πιο προηγμένες χώρες, γεγονός που διευκολύνει τη διάχυση τεχνολογιών και καινοτομίας.
Δυσκολίες στην εφαρμογή
Εύλογα αναρωτιέται κανείς γιατί τίθεται ζήτημα ανεπάρκειας της Ελλάδας στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων, δεδομένου ότι από το 2010 η ελληνική Βουλή έχει εγκρίνει μια σειρά νομοθετημάτων σε διάφορους τομείς της οικονομίας. Οι δύο εμπειρογνώμονες δίνουν μια ενδιαφέρουσα και συγχρόνως αποκαλυπτική απάντηση.
«Η δυσκολία - κλειδί στην Ελλάδα είναι η εφαρμογή μιας μεταρρύθμισης. Πολιτικές επιρροές πηγαίνουν πολύ βαθιά και διατηρούν πολύ χαμηλά το επιχειρησιακό επίπεδο στον δημόσιο τομέα. Πρακτικά, δεν υπάρχει ένας ανεξάρτητος δημόσιος τομέας που θα εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις αμερόληπτα, σύμφωνα με την εκάστοτε νέα νομοθεσία.
Σε ιδιωτικές συζητήσεις, οικονομολόγοι που αξιοποιήθηκαν από τη γενική κυβέρνηση για να βοηθήσουν στις μεταρρυθμίσεις, αναγνωρίζουν ότι κατά τη θητεία τους ασκήθηκαν τεράστιες πιέσεις πάνω τους για να προβούν σε εξαιρέσεις, οι οποίες με τη σειρά τους αντισταθμίζουν τον αντίκτυπο της νομοθεσίας σε σημείο πλήρους αναντιστοιχίας. Προκειμένου να πετύχει η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, αυτές θα πρέπει να “ανήκουν”, άσχετα από τη σφαίρα της πολιτικής, στις ομάδες που θα τις εφαρμόσουν».
Η εξέλιξη της καταρχήν επωφελούς μεταρρύθμισης του Enterprise Greece ήταν ένα από τα παραδείγματα τα οποία χρησιμοποίησαν οι δύο αναγνωρισμένοι οικονομολόγοι, οι οποίοι δεν παρέλειψαν να υπογραμμίσουν τα προβληματικά σημεία του ίδιου του προγράμματος προσαρμογής.