Από τότε που η Fed, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ, επιχειρεί προσεκτική έξοδο από την πολιτική του φτηνού χρήματος, όλο και περισσότεροι καταθέτες και επενδυτές στρέφουν τα νώτα τους στις αναδυόμενες οικονομίες, αποσύρουν ποσά δισεκατομμυρίων και επιστρέφουν στο δολάριο. Η συνέπεια; Τα νομίσματα αυτών των χωρών δέχονται μαζικές πιέσεις υποτίμησης.
Υπερθέρμανση της οικονομίας
Οι τρίτες χώρες, που σε εποχές χρηματοπιστωτικής κρίσης αποτελούν την ελπίδα για τον δυτικό κόσμο, αντιμετωπίζουν τώρα δυσκολίες. Όταν οι δυτικές κεντρικές τράπεζες στην περίοδο της κρίσης μείωσαν τα επιτόκια σχεδόν στο μηδέν, οι χώρες αυτές πνίγηκαν στην κυριολεξία μέσα στα κεφάλαια από τις βιομηχανικές χώρες, μιας και ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν μεγαλύτερος, άρα και τα επιτόκια υψηλοτέρα.
Αλλά από τότε που η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ κάνει βήματα εξόδου από την πολιτική του φτηνού χρήματος, αποσύρονται καταθέτες και θεσμικοί επενδυτές από τις αναδυόμενες οικονομίες με την ελπίδα ότι χωρίς μεγάλο ρίσκο τα χρήματά τους θα έχουν και πάλι μεγαλύτερες αποδόσεις στο δολάριο.
«Η τωρινή εξέλιξη εξηγεί την άρνηση των υπουργών Οικονομικών των χωρών αυτών να δεχθούν όλον αυτόν τον όγκο ρευστότητας», υπογραμμίζει ο Γκύντερ Μπεκ, καθηγητής Ευρωπαϊκών Μακροοικονομικών Αναλύσεων στο Πανεπιστήμιο του Ζίγκεν. «Γιατί, στην αρχή επενεργεί θετικά στην οικονομία, στη συνέχεια όμως οδηγεί την οικονομία σε φάση υπερθέρμανσης, ώστε να θεωρείται τελικά προδιαγεγραμμένο το πάγωμα της οικονομίας».
Και πράγματι. Και οι δύο κινήσεις κεφαλαίων, εισροή κατά τη διάρκεια της κρίσης και εκροή μετά την κρίση, δεν έκαναν καλό στις χώρες αυτές. Για παράδειγμα, ο τεράστιος όγκος κεφαλαίων προς την Βραζιλία προκάλεσε στον υπουργό Οικονομικών της χώρας τέτοιο θυμό που έκανε λόγο για νομισματικό πόλεμο.
Νομίσματα υπό πίεση
«Μαζικές εισροές κεφαλαίων μέσα σε ένα πολύ μικρό διάστημα οδηγούν σε άνιση κατανομή αυτών των κεφαλαίων, δηλαδή σε μια υπερθέρμανση και έτσι σε ενδεχόμενη κρίση», επιβεβαιώνει και ο γερμανός καθηγητής. Με την ίδια λογική που τα νομίσματα των ραγδαία αναπτυσσόμενων χωρών υφίσταντο πιέσεις ανατίμησης, τώρα βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση, γιατί η φυγή κεφαλαίων γίνεται πολύ γρήγορα.
Η κεντρική τράπεζα της Αργεντινής άλλαξε πολιτική και αποφάσισε να εγκαταλείψει τις ενέργειες στήριξης του πέσο, με αποτέλεσμα να υποτιμηθεί κατά 20% η αξία του. Ισχυρές πιέσεις υφίστανται και νομίσματα χωρών που εξαρτώνται από ξένα κεφάλαια, όπως της Τουρκίας. Αλλά και το ρωσικό ρούβλι, το ραντ της Ν. Αφρικής και το πέσο του Μεξικού υποχώρησαν σε ιστορικά χαμηλά.
Η μαζική έξοδος ξένου κεφαλαίου ξεκίνησε τον περασμένο Μάιο, όταν ο τότε διοικητής της Fed, Μπερν Μπερνάκι άφησε να εννοηθεί ενώπιον του Κογκρέσου, τη σταδιακή υποχώρηση από την πολιτική του φτηνού χρήματος. «Βασικά είναι πάρα πολύ δύσκολο να αλλάξεις πολιτική», λέει ο Γκύντερ Μπεκ. «Κατά την άποψή μου, καλύτερα αυτό να μη γίνεται σε εποχές κρίσης, αλλά από τη σκοπιά μακροπρόθεσμης σταθερότητας έχει καίρια σημασία».
Ο καθηγητής Μπεκ πιστεύει πως μακροπρόθεσμα θα προκαλούνται συνεχώς συγκρουσιακές καταστάσεις κάθε φορά που μια κεντρική τράπεζα υποχρεώνεται όχι μόνο να διαφυλάσσει τη νομισματική σταθερότητα, αλλά να εξασφαλίζει ανάπτυξη και θέσεις εργασίας. Σε αυτόν τον τομέα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα βρίσκεται σε πιο ευνοϊκή θέση, γιατί δεν χρειάζεται παρά μόνο στα χαρτιά να εξασφαλίζει συνθήκες σταθερότητας για το ευρώ.
Πηγή: Deutsche Welle