Αναδημοσίευση από τη «Ναυτεμπορική».
«Με πλεόνασμα τα βάζω, με πλεόνασμα τα βγάζω, τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;». Η παραφθορά της γνωστής λαϊκής παροιμίας φαίνεται να ταιριάζει «γάντι» σε όποιον διατυπώνει, έστω και για τυπικούς λόγους, απορίες όταν αντιπαραβάλλει τις βελτιώσεις που προβάλλονται στο δημοσιονομικό επίπεδο και τις μεταβολές που καταγράφουν οι δείκτες οι οποίοι μετρούν τις επιδόσεις της πραγματικής οικονομίας.
Τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν χθες δίνουν την αίσθηση ομοβροντίας. Η δραστηριότητα στην οικοδομή διατήρησε την πτωτική της πορεία, υποχωρώντας στο εννεάμηνο κατά 34%. Οι απώλειες σε σύγκριση με τα προ της κρίσης επίπεδα φθάνουν στο 85%.
Ταυτόχρονα, η βιομηχανική παραγωγή δεν λέει να σηκώσει κεφάλι, αφού σημείωσε απώλειες κατά 5,2% τον Οκτώβριο σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους. Συγκρινόμενη με τα προ κρίσης επίπεδα καταγράφει υποχώρηση κατά 30%.
Ωστόσο, η δυσμενής εικόνα δεν ολοκληρώνεται εδώ, αφού συνοδεύεται από αρνητική εξέλιξη σε ένα πεδίο το οποίο έδειξε να βελτιώνεται πρόσκαιρα. Ο λόγος για τις εξαγωγές, οι οποίες δεν κατορθώνουν να διατηρήσουν την πολύ καλή πορεία της περασμένης χρονιάς. Τον Οκτώβριο ήταν λιγότερες κατά 6,9% από αυτές του ίδιου μήνα της περασμένης χρονιάς.
Η παράθεση στατιστικών στοιχείων είναι απολύτως κουραστική, όχι για τον αναγνώστη που αναγκάζεται να διαβάζει ένα κείμενο με πολλά αριθμητικά δεδομένα, αλλά για όποιον, ζώντας σε μια χώρα με έξι χρόνια βαθιάς ύφεσης, διαπιστώνει ότι η πορεία της ανάκαμψης όχι μόνο δεν έχει ξεκινήσει, αλλά δεν υφίστανται καν σημάδια ότι υπάρχει κάπου σε ένα ορατό οπτικό πεδίο.
Θα μπορούσε κάποιος, επιστρατεύοντας όλη την καλή του θέληση, να αποδεχθεί τα περί δημοσιονομικού πλεονάσματος, αφήνοντας στην άκρη την κριτική για όλα τα δημοσιολογιστικά τεχνάσματα που το παράγουν, αλλά το αποτέλεσμα στην πραγματικότητα θα ήταν το ίδιο: Ανάπτυξη δεν προκύπτει και ούτε είναι εμφανές από πού θα μπορούσε να προέλθει.
Ο δημόσιος τομέας δεν είναι πλέον σε θέση να προσφέρει οτιδήποτε στην εγχώρια ζήτηση. Οι σοβαρές ξένες επενδύσεις απουσιάζουν και οι εισροές κεφαλαίων έδειξαν να κινητοποιούνται μόνο όταν μυρίστηκαν χρηματιστηριακά κέρδη. Το τραπεζικό σύστημα θα παραμείνει, όπως όλα δείχνουν, για ένα ή δύο χρόνια ακόμη στον πάγο. Οι καταναλωτές δεν έχουν καμία διάθεση να υποστηρίξουν αυτήν τους την ιδιότητα, καθώς μετρούν τις πληγές που έχει αφήσει η ανεργία, η μείωση των εισοδημάτων και η άκρατη υπερφορολόγηση.
Οποιος, εντός ή εκτός Ελλάδος, αναζητά την ανάπτυξη, κάτι θα πρέπει να κάνει για να διορθώσει κάποιον από τους προηγούμενους παράγοντες. Αλλά δεν φαίνεται κανείς να έχει ταυτόχρονα και τη γνώση και την ικανότητα και την πρόθεση να το κάνει...
ΝΙΚΟΣ ΦΡΑΝΤΖΗΣ - [email protected]