της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Την ώρα που οι διαφορές για την ελάφρυνση του χρέους και τους όρους, με τους οποίους αυτή θα συνδεθεί, ανάμεσα στους Ευρωπαίους και το ΔΝΤ, αλλά και εντός των κόλπων της Ευρωζώνης παραμένουν και ενώ η κυβέρνηση επιμένει στην καθαρή έξοδο, το μήνυμα, που στέλνουν όλοι στην Αθήνα είναι ένα: Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να συνεχιστούν και μετά την έξοδο από το πρόγραμμα τον Αύγουστο.
Η πλέον πρόσφατη προειδοποίηση ήρθε από τον πρόεδρο του Eurogroup. Σε συνέντευξή του στην Καθημερινή της Κυριακής ο Μάριο Σεντένο ξεκαθαρίζει ότι ανεξάρτητα από τα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους ή την ενισχυμένη εποπτεία, δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από το να διατηρηθεί το μομέντουμ στις μεταρρυθμίσεις. Και τούτο ανεξάρτητα από το ποιος θα είναι στην κυβέρνηση. Αυτό είναι κάτι που ξεκαθαρίζουν όλοι, από τον Πιέρ Μοσκοβισί της Κομισιόν έως τον Μπενουά Κερέ της ΕΚΤ και από την γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ έως τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών, Όλαφ Σολτς. Εάν υπάρχει ένα «πρέπει» είναι να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις και να φέρουν τη «σφραγίδα» της ελληνικής πλευράς στην κυριότητά τους.
Δεν χωρούν πολιτικοί τακτικισμοί σε αυτό το μέτωπο. Η ασθενής- δεδομένης της βαθύτατης, πολυετούς ύφεσης που προηγήθηκε- ανάκαμψη της οικονομίας, η διατήρηση της ανεργίας πάνω από το 20%, οι συνεχείς πιέσεις στο εισόδημα των νοικυριών, είναι οι πιο πειστικές αποδείξεις ότι δεν έχουμε την πολυτέλεια για εφησυχασμό.
Οι πιστωτές περιμένουν από όλες τις πολιτικές δυνάμεις να δεσμευθούν ότι θα μείνουν σε αυτό το μονοπάτι. Και το ίδιο περιμένουν βεβαίως και οι αγορές, στις οποίες ευλπιστούμε να βγούμε χωρίς το δίχτυ ασφαλείας της προληπτικής γραμμής. Τα τελευταία μηνύματα από τις δημοπρασίες εντόκων γραμματίων και την αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ομολόγων στην ΗΔΑΤ είναι ενθαρρυντικά και έχουν ανοίξει την «όρεξη» για μία νέα έκδοση ομολόγου. Ωστόσο το θετικό κλίμα δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο.
Θετικές οι εξελίξεις και στο μέτωπο των τραπεζών, μετά τα αποτελέσματα των stress tests, που έδειξαν ότι το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα μπορεί να αντέξει ένα δυσμενές, υφεσιακό σενάριο, ένα νέο «σοκ». Αυτό πρακτικά σημαίνει, ότι εν απουσία δυσάρεστων εκπλήξεων, τα 20 δισ. ευρώ, που προβλέπονταν για τη στήριξη των τραπεζών, θα μπορούσαν να απελευθερωθούν προς άλλες κατευθύνσεις. Ωστόσο και εδώ μένει ακόμη πολλή δουλειά να γίνει, ειδικά στο μέτωπο των κόκκινων δανείων και της ανάκτησης της εμπιστοσύνης των επενδυτών. Το πόσο γρήγορα θα επιτευχθεί αυτό είναι δύσκολο να το πει κανείς.
Ερωτηματικά εξακολουθούν να υπάρχουν και στο μέτωπο των ιδιωτικοποιήσεων και της προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Από τη μία έχουν γίνει κινήσεις το τελευταίο διάστημα (πχ πώληση μεριδίου στον ΔΕΣΦΑ), που δείχνουν διάθεση να «ξεκολλήσουμε», να επιταχύνουμε το βηματισμό μας για να φτάσουμε κοντά στο στόχο των 2 δισ. ευρώ φέτος, ύστερα από συνεχείς αποτυχίες τα προηγούμενα χρόνια. Από την άλλη το κύμα προσφυγών κατά της επένδυσης στο Ελληνικό αποκαλύπτει ότι υπάρχουν εμπόδια και πέραν της πολιτικής βούλησης.
Αναλυτές των Goldman Sachs, Μarkit και άλλων επενδυτικών οίκων και εταιρειών, επαναλαμβάνουν επίμονα τους τελευταίους μήνες ότι οι κίνδυνοι επιμένουν. Το τέλος του προγράμματος δεν σημαίνει τέλος ούτε των ανησυχιών Το ίδιο και τα ξένα μέσα, που βλέπουν από τη μία πρόοδο και από την άλλη αβεβαιότητα. Ενδεικτικά τα σημερινά δημοσιεύματα των Bloomberg και Telegraph, αλλά και τα χθεσινά σχόλια για τα αποτελέσματα των stress tests.
Η επισήμανση της κυβέρνησης ότι «πετυχαίνει εκεί, που απέτυχαν όλες οι προηγούμενες» δεν αρκεί να πείσει ούτε την ελληνική, ούτε τη διεθνή κοινή γνώμη.