Αναδημοσίευση από τη «Ναυτεμπορική»
Νέα έξοδο στις αγορές για την άντληση τριών έως έξι δισ. ευρώ, κάλυψη των δανειακών αναγκών για το προσεχές δωδεκάμηνο και καλύτερες προοπτικές εξέλιξης του δημόσιου χρέους, σε σύγκριση με τις εκτιμήσεις του
ΔΝΤ και της Κομισιόν, προβλέπει το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα 2014 - 2018. Ωστόσο, εν όψει της έναρξης από το
Eurogroup της Δευτέρας 5 Μαΐου των διαπραγματεύσεων για την απομείωση του δημόσιου χρέους, το υπουργείο Οικονομικών κατεβάζει τον πήχη των προσδοκιών.
Σύμφωνα με δήλωση ανώτατου στελέχους του ΥΠΟΙΚ στο Reuters, η Ελλάδα θα προτείνει επισήμως την επιμήκυνση του χρόνου ωρίμανσης των δανείων διάσωσης μέχρι και 50 χρόνια (από 30 που είναι τώρα), στο πλαίσιο των μέτρων για να καταστεί το χρέος της βιώσιμο, όπως και μείωση των επιτοκίων στα δάνεια από τις χώρες της Ευρωζώνης, ή εναλλακτικά να αλλάξει το επιτόκιο σε σταθερό από κυμαινόμενο.
Πρόκειται για το σενάριο του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών, το οποίο δεν λύνει το πρόβλημα, καθώς το ύψος του χρέους θα παραμείνει στα ίδια επίπεδα ποσοτικά και ως ποσοστό του ΑΕΠ. Πάντως, σε ό,τι αφορά την εξέλιξη του χρέους με βάση τις προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου, το 2014 το χρέος θα διαμορφωθεί στο 173,9% του ΑΕΠ, για να υποχωρήσει το 2015 στο 168,3%, στο 158,9% το 2016, στο 149,1% το 2017 και στο 139,1% το 2018. Στην τελευταία της έκθεση η Κομισιόν εκτιμά ότι φέτος το δημόσιο χρέος θα διαμορφωθεί στο 177,2% του ΑΕΠ, στο 172,5% το 2015, στο 162,9% το 2016 και στο 154,2% το 2017.
Το ΔΝΤ, με βάση τις εκτιμήσεις που αναγράφονται στο Fiscal Monitor του Απριλίου, προβλέπει ότι το ελληνικό χρέος θα διαμορφωθεί στο 174,7% το 2014, στο 171,3% το 2015, στο 162,5% το 2016, στο 153,7% το 2017 και στο 146,1% του ΑΕΠ το 2018.
Καλυμμένες οι ανάγκες
Οι χρηματοδοτικές ανάγκες είναι καλυμμένες για το προσεχές δωδεκάμηνο αναφέρει το ΜΠΔΣ, ενώ εξετάζεται και η έκδοση νέων ομολόγων ύψους 3-6 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τις προσεχείς χρηματοδοτικές ανάγκες το σχέδιο του Οργανισμού Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) έχει λάβει μέτρα προκειμένου να αποφύγει ενδεχόμενα κενά ρευστότητας (liquidity gap) από καθυστερήσεις αναμενόμενων εισροών, αλλά και για να αντιμετωπίσει τις χρηματοδοτικές ανάγκες που είχαν δημιουργηθεί πρωτίστως από την επαναγορά ομολόγων του 2012, ύψους 11 δισ. ευρώ, εφόσον αυτές δεν αντιμετωπιστούν με άλλους τρόπους.
Στο πλαίσιο αυτό δρομολογήθηκαν:
-
Η επαναγορά από τις τράπεζες των προνομιούχων μετοχών, τις οποίες το ελληνικό Δημόσιο είχε αγοράσει κατά την περίοδο 2009-2011, με ομόλογα που είχε εκδώσει. Μέχρι σήμερα έχουν επαναγορασθεί, ή προγραμματίζονται προς επαναγορά από δύο τράπεζες μέχρι την 21η Μαΐου 2014, προνομιούχες μετοχές που θα αποφέρουν στο ελληνικό Δημόσιο 1,8 δισ. ευρώ. Οι λοιπές τράπεζες αναμένεται να αποπληρώσουν εντός του 2014 το σύνολο σχεδόν των προνομιούχων μετοχών τους, με αντίστοιχο τρόπο. Ετσι, προκύπτει ότι το σύνολο των ομολόγων ύψους 5,1 δισ. ευρώ, που αρχικά είχαν υπολογιστεί ως υποχρέωση του ελληνικού Δημοσίου, αναμένεται να εξοφληθούν από τις τράπεζες, οι οποίες έχουν ήδη αντλήσει ή θα αντλήσουν αντίστοιχους πόρους από τις αγορές. Καλύπτονται έτσι οι χρηματοδοτικές ανάγκες του τρέχοντος έτους.
-
Η έκδοση νέου ομολόγου 5ετούς διάρκειας του ελληνικού Δημοσίου απέφερε 3 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό είχε προϋπολογιστεί για την κάλυψη χρηματοδοτικών αναγκών και συνεπώς καθίσταται προφανές ότι το ελληνικό Δημόσιο, τόσο με την επαναγορά εκ μέρους των τραπεζών των προνομιούχων μετοχών τους όσο και με τη νέα έκδοση του 5ετούς ομολόγου, έχει υπερκαλύψει τις όποιες ενδεχόμενες χρηματοδοτικές ανάγκες του για τους επόμενους 12 μήνες.
-
Το πρόγραμμα σύναψης βραχυχρόνιων πράξεων διαχείρισης της ταμειακής ρευστότητας (repos), που το ελληνικό Δημόσιο -μέσω του ΟΔΔΗΧ- έχει ήδη ξεκινήσει να εφαρμόζει, υπάρχει η δυνατότητα άμεσης εξεύρεσης επιπλέον πόρων ύψους έως και 4,5 δισ. ευρώ. Πρόκειται για τα αποθεματικά των φορέων Γενικής Κυβέρνησης, τα οποία θα αντλεί βραχυπρόθεσμα το ΥΠΟΙΚ.
-
Η ενδεχόμενη μελλοντική προσφυγή στις διεθνείς αγορές με έκδοση νέου ομολόγου του ελληνικού Δημοσίου. Οπως αναφέρεται στο ΜΠΔΣ, με δεδομένη τη δυναμική αυξανόμενης ζήτησης των ελληνικών κρατικών χρεογράφων, που έχει ήδη αναπτυχθεί στον ευρύ κύκλο των διεθνών επενδυτών και των διεθνών αγορών εν γένει, το υπουργείο Οικονομικών, μέσω του ΟΔΔΗΧ, επεξεργάζεται ήδη και καταρτίζει πρόγραμμα για ενδεχόμενη εκ νέου προσφυγή στις αγορές για ποσό ύψους 3-6 δισ. ευρώ. Οπως εξηγεί, «ο στόχος του εν λόγω προγράμματος παραμένει η δημιουργία αξιόπιστης καμπύλης αποδόσεων των ελληνικών κρατικών χρεογράφων, η οποία θα αντικατοπτρίζει πλέον τα θετικά αποτελέσματα, τόσο στο δημοσιονομικό πεδίο όσο και αναφορικά με τις σημαντικότατες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έχουν υλοποιηθεί τα τελευταία χρόνια στην ελληνική οικονομία, και είναι αδιαμφισβήτητο ότι θα συμβάλει στην περαιτέρω κάλυψη ενδεχόμενων μελλοντικών χρηματοδοτικών αναγκών, εάν και εφόσον χρειαστεί.
Τα ποσά που θα προκύψουν ως πρόσοδοι για το ελληνικό Δημόσιο, από τις ενδεχόμενες μελλοντικές εκδόσεις, δεν έχουν προσμετρηθεί στο βασικό σενάριο κάλυψης των χρηματοδοτικών αναγκών των επόμενων ετών».
Οι διαφορές
Οπως προκύπτει από τις εκτιμήσεις για την εξέλιξη του δημόσιου χρέους, οι διαφορές ξεκινούν από τέσσερις μονάδες του ΑΕΠ το 2015 και φτάνουν στις επτά μονάδες του ΑΕΠ το έτος 2018, οι οποίες δεν εξηγούνται επαρκώς. Είναι χαρακτηριστικό πως το ΔΝΤ υπολογίζει το δημόσιο χρέος του έτους 2018 σε 316,8 δισ. ευρώ και το υπουργείο Οικονομικών σε 301,6 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 15,2 δισ. ευρώ χαμηλότερα.
Βιωσιμότητα με ειδικά χαρακτηριστικά
Το υπ. Οικονομικών θεωρεί πως η βιωσιμότητα του χρέους δεν πρέπει να υπολογίζεται με βάση το λόγο του προς το ΑΕΠ, αλλά με άλλα χαρακτηριστικά, όπως είναι η μεγάλη διάρκεια ωρίμανσής του. Συγκεκριμένα:
-
Η διάρκεια ωρίμανσης του δημοσίου χρέους είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη των άλλων χωρών της Ευρώπης.
-
Το δημόσιο χρέος χαρακτηρίζεται από μεγάλες περιόδους χάριτος, οι οποίες θα επιμηκυνθούν περαιτέρω.
-
Οι πληρωμές έως το 2021 στερούνται χρεολυσίων, πλην αυτών για τις οποίες έχει προβλεφθεί ήδη η αναχρηματοδότησή τους από το Πρόγραμμα Οικονομικής Πολιτικής, καθώς επίσης και της λήξης, το 2019, του προσφάτως εκδοθέντος ομολόγου 5ετούς διάρκειας, η οποία, ωστόσο, συνιστά γεγονός που μάλλον ενισχύει παρά εξασθενεί τη στοιχειοθέτηση της βιωσιμότητας.
-
Οι πληρωμές για τόκους του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης, όπως προσδιορίζονται αυτή τη στιγμή για το άμεσο μέλλον, κυμαίνονται στο 3% του ΑΕΠ. Κατά συνέπεια, η συζήτηση για το εάν το χρέος μιας χώρας είναι «βιώσιμο» το 2020, περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας οι πληρωμές για τόκους δεν υπερβαίνουν κατά μέσο όρο τα 7 δισ. ευρώ κατ’ έτος, αφενός μεν δεν έχει καμία πρακτική αξία, αφού η χώρα μπορεί πλήρως να ανταποκριθεί στις πληρωμές των οφειλομένων τόκων, αφετέρου είναι αμφισβητήσιμο αν έχει και μεθοδολογική χρησιμότητα.
-
Το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του δημοσίου χρέους διακρατείται από τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, στην οποία συμμετέχει και η χώρα μας. Η συμμετοχή αυτή εξασφαλίζει κοινούς στόχους και εταιρική αλληλεγγύη και ως εκ τούτου έχει ως πρακτικό αποτέλεσμα την αναζήτηση και εξεύρεση κοινά αποδεκτών λύσεων.
Το ΥΠΟΙΚ υποστηρίζει ακόμη ότι αυτά τα χαρακτηριστικά γίνονται ήδη αντιληπτά από τους διεθνείς ιδιώτες επενδυτές, οι οποίοι αποφαίνονται ότι το δημόσιο χρέος δεν αποτελεί απειλή για τις επενδύσεις τους και «απόδειξη συνιστά η μαζική συμμετοχή επενδυτών στην πρόσφατη έξοδο του ελληνικού Δημοσίου στις αγορές».
ΠΑΝΟΣ ΚΑΚΟΥΡΗΣ - [email protected]