Τα σχέδια της ελληνικής κυβέρνησης να βάλει τέλος στον έλεγχο της τρόικας και να καλύψει στις κεφαλαιαγορές ενδεχόμενες χρηματοδοτικές ανάγκες βρίσκουν ευνοϊκές συνθήκες, υποστηρίζει ο επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank Γιοργκ Κρέμερ.
Τα σχέδια της ελληνικής κυβέρνησης να βάλει τέλος στον έλεγχο της τρόικας και να καλύψει στις κεφαλαιαγορές ενδεχόμενες χρηματοδοτικές ανάγκες βρίσκουν ευνοϊκές συνθήκες, υποστηρίζει ο επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank Γιοργκ Κρέμερ.
Ο ίδιος δεν θεωρεί εσφαλμένη κίνηση ενδεχόμενη πρόωρη επιστροφή της Ελλάδας στις κεφαλαιαγορές. Σε συνέντευξή του στην Deutsche Welle, o επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank εκτιμά ότι οι πρόσφατες παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) έχουν δημιουργήσει ένα ευνοϊκό πλαίσιο στις αγορές, ακόμη και για υπερχρεωμένες χώρες όπως η Ελλάδα.
«Στην παρούσα φάση οι αγορές κεφαλαίων είναι δεκτικές, όχι επειδή έχει αποκατασταθεί η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, αλλά επειδή η ΕΚΤ ακολουθεί μια πολιτική μηδενικών επιτοκίων και επειδή διαφαίνεται ότι η ΕΚΤ έχει την πρόθεση να προβεί στην αγορά κρατικών ομολόγων», λέει ο Γερμανός οικονομολόγος.
Σε αυτό το ευνοϊκό για τις κεφαλαιαγορές περιβάλλον, προσθέτει ο κ. Κρέμερ, μπορεί ακόμη και η ελληνική κυβέρνηση να διαθέσει κρατικά ομόλογα και με τον τρόπο αυτόν να αποδεσμευθεί σχετικά από την τρόικα.
«Από την τεχνητή ζήτηση που έχει προκαλέσει η ΕΚΤ αντλεί οφέλη η Ελλάδα»
Ενδεχομένως το κόστος δανεισμού στις κεφαλαιαγορές να είναι υψηλότερο σε σχέση με το χαμηλό επιτόκιο των σημερινών δανείων, ωστόσο, όπως διευκρινίζει ο Γιοργκ Κρέμερ: «Mε την προσφυγή στις κεφαλαγορές, η ελληνική κυβέρνηση θα απαλλαγεί από την ανάμιξη της τρόικας και αυτή είναι μια εξέλιξη που μπορεί να αξιοποιηθεί στην κομματική αντιπαράθεση».
Πριν από ένα ή δύο χρόνια θα ήταν αδιανόητη αυτή η εξέλιξη, επισημαίνει ο επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank, εξηγώντας ότι η ΕΚΤ με τις παρεμβάσεις της «απήλλαξε σε μεγάλο βαθμό τις αγορές από τα ρίσκα». Και αυτό το πλαίσιο μπορεί να αξιοποιήσει η Ελλάδα, μολονότι το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που έχει μέχρι τώρα υλοποιήσει «υστερεί έναντι των στόχων ή υπάρχει μόνο στα χαρτιά».
«Εξαιτίας αυτών των βασικών λόγων θα έπρεπε να διατηρεί κανείς επιφυλάξεις έναντι των ελληνικών κρατικών ομολόγων. Από την άλλη πλευρά γνωρίζουμε ότι τα επιτόκια στην υπόλοιπη Ευρωζώνη έχουν μειωθεί σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας της πολιτικής των μηδενικών επιτοκίων που ακολουθεί η ΕΚΤ, με συνέπεια οι αποδόσεις για παράδειγμα των γερμανικών ομολόγων να βρίσκονται κάτω από το 1%. Έτσι πολλοί επενδυτές δεν γνωρίζουν πού θα μπορέσουν να αντλήσουν αξιοπρεπείς αποδόσεις», υπογραμμίζει ο Γερμανός οικονομολόγος.
Πολλοί από αυτούς επιδίδονται στην αγορά ομολόγων υψηλού ρίσκου και σε αυτά ανήκουν τα ομόλογα των χωρών της κρίσης, άρα και τα ελληνικά ομόλογα. «Από αυτή την τεχνητή ζήτηση που έχει προκαλέσει η ΕΚΤ αντλεί οφέλη και η Ελλάδα. Για τον λόγο αυτόν, λοιπόν, η Αθήνα είναι σε θέση να διαθέσει κρατικά ομόλογα σε ιδιώτες-επενδυτές», εξηγεί στη Deutsche Welle ο κ. Κρέμερ.
«Η Ελλάδα θα πρέπει να δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για τις επιχειρήσεις»
Ο Γιοργκ Κρέμερ υπενθυμίζει ότι το δημόσιο χρέος της Ελλάδας σε σχέση με το ΑΕΠ της είναι τεράστιο, ωστόσο, όπως σημειώνει, «η κυβέρνηση δεν νιώθει την πίεση του υψηλού δημοσίου χρέους, επειδή ισχύει ένα μορατόριουμ από την πλευρά της ΕΕ στην καταβολή των τόκων».
Αυτό διασφαλίζει στην Ελλάδα μια περίοδο χάριτος 10 ετών, ενώ τα υπόλοιπα δάνεια έχουν δοθεί επίσης με ευνοϊκούς όρους, «ώστε το υψηλό χρέος να μην απαιτεί άμεσα εξυπηρέτηση, άρα να μην είναι πιεστικό. Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που επιτρέπει στην Ελλάδα να δανεισθεί εκ νέου, μολονότι είναι υπερχρεωμένη».
Ο Γιοργκ Κρέμερ δεν θεωρεί πιθανό ένα ονομαστικό κούρεμα του ελληνικού χρέους. Εκτιμά δε ότι η ελληνική οικονομία έχει περιθώρια ανάπτυξης, εάν εφαρμόσει ουσιαστικά μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας.
«Η Ελλάδα θα πρέπει να δημιουργήσει συνθήκες τέτοιες ώστε να έχει νόημα η επιχειρηματική δραστηριότητα. Συνθήκες, στις οποίες να ανταμείβεται εκείνος που παράγει καλά προϊόντα και προφέρει υψηλής ποιότητας υπηρεσίες και όχι εκείνος που έχει καλές σχέσεις με τα κυβερνητικά κέντρα λήψης αποφάσεων», επισημαίνει ο Γερμανός οικονομολόγος.
Πηγή: Deutsche Welle