Αναδημοσίευση από τη «Ναυτεμπορική»
Η κίνηση τελικά έγινε. Η μεγάλη απόφαση ελήφθη και η ελληνική προσφυγή στις αγορές για δανεισμό, τέσσερα χρόνια μετά την τελευταία φορά που συνέβη κάτι τέτοιο, πραγματοποιείται.
Το τίμημα που θα κληθεί να καταβάλει η χώρα μας -και το οποίο το πληρώνουμε όλοι μας, όχι η κυβέρνηση- θα είναι σε όρους επιτοκίου αρκετά υψηλό.
Γύρω στο 5% υπολογίζουν κυβερνητικοί παράγοντες, οι οποίοι μάλιστα εκτιμούν ότι αν το επιτόκιο της έκδοσης των 2,5 δισ. που προγραμματίζεται πέσει κάτω από 5,3% θα θεωρηθεί μεγάλη επιτυχία.
Το κόστος χρήματος, δηλαδή, που θα καταβληθεί για την έξοδο στις αγορές θα είναι υπερδιπλάσιο αυτού που καταβάλαμε στα χρόνια της κρίσης όταν οι ειδικοί δανειστές μας, η Ευρωπαϊκή Ενωση, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, μας παρείχαν κεφάλαια για να καλύψουμε κυρίως τις διεθνείς υποχρεώσεις μας με κόστος γύρω στο 2%.
Το πόσο ακριβά για την ελληνική δημοσιονομική διαχείριση θα είναι τα ομόλογα που εκδίδονται το καταλαβαίνουμε αν το εκτιμώμενο κόστος το συγκρίνουμε με το 4,66% που κατέβαλε η Πορτογαλία πριν από λίγο καιρό για την έκδοση του δικού της πενταετούς ομολόγου.
Για λόγους αναφοράς, θυμίζουμε ότι τις τελευταίες ημέρες βγήκε στις αγορές και το Πακιστάν, το οποίο ήταν εκτός διεθνούς δανεισμού περίπου όσο και η Ελλάδα, και το επιτόκιο που πλήρωσε ήταν πάνω από 8%.
Η Ελλάδα, παρά τα θετικά της στοιχεία των τελευταίων εβδομάδων, θα αξιολογηθεί χαμηλότερα μεν από το κόστος τρίτων χωρών, αλλά σαφώς υψηλότερα από οποιαδήποτε άλλη έκδοση σε ευρώ κυκλοφορεί αυτή την περίοδο στις αγορές.
Αυτά τα δεδομένα εύλογα εγείρουν το ερώτημα αν έπρεπε αυτή την περίοδο να βγούμε στις αγορές ή, όπως αρκετές πλευρές υποστηρίζουν, η κίνηση που γίνεται είναι μάλλον εσπευσμένη και αποτελεί περισσότερο πολιτική απόφαση και λιγότερο οικονομική και τεχνική.
Η απάντηση δεν είναι απλή. Πράγματι, η επιτυχημένη όπως όλα δείχνουν ελληνική έκδοση αποτελεί για την κυβέρνηση και την Ευρώπη επιβεβαίωση της πολιτικής που ακολουθήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Ωστόσο, το γεγονός δεν αλλάζει το συμβολισμό της συγκεκριμένης επιλογής, που μπορεί να έχει ακόμη μεγαλύτερη θετική επίδραση στη διεθνή εικόνα της Ελλάδας από εδώ και στο εξής.
Ταυτόχρονα δίνει το έναυσμα μιας ολόκληρης διαδικασίας αποκατάστασης των διεθνών ροών δανεισμού προς τη χώρα που κάποτε έπρεπε να αρχίσει και η τρέχουσα συγκυρία εμφανίζεται η πλέον ευνοϊκή για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο.
Ταυτόχρονα, ωστόσο, μεγαλώνει και η ευθύνη της δημοσιονομικής διαχείρισης από την πλευρά της κυβέρνησης, καθώς ο δρόμος της εξόδου που επιλέγεται έχουμε διαπιστώσει στο παρελθόν ότι είναι διπλής κατεύθυνσης.
ΝΙΚΟΣ ΦΡΑΝΤΖΗΣ - [email protected]