Αναδημοσίευση από τη «Ναυτεμπορική»
Το πρώτο βήμα έγινε όταν έκλεισε η συμφωνία με την τρόικα και αυτό κατέστησε δυνατή τη διανομή του δημοσιονομικού πλεονάσματος σε διάφορες χρήσεις. Το επόμενο πρόκειται να γίνει, τώρα, με την επικείμενη έξοδο της χώρας στις αγορές για δανεισμό.
Κάπως έτσι ολοκληρώνεται η εικόνα μιας χώρας που βγαίνει από την κρίση και γυρίζει σελίδα». Σε αυτή την απλοποιημένη καταγραφή διαδοχής ενεργειών και διαπιστώσεων συνοψίζεται η στρατηγική της κυβέρνησης, που είναι προφανές ότι έχει χρήση όχι μόνο διαρκούς πολιτικής πρακτικής αλλά και συγκυριακού προεκλογικού βηματισμού.
Ωστόσο, δεν ισχύει πάντα ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, ακόμη και αν η κυβέρνηση αισθάνεται ότι μπορεί να βρεθεί με την πλάτη στον τοίχο στις επικείμενες εκλογές και προσπαθεί να προασπίσει την ίδια της την ύπαρξη.
Η συμφωνία με την τρόικα μπορεί να έχει τη διάσταση ενός εντυπωσιακού βήματος που τεκμηριώνει κυβερνητική ικανότητα και αποφασιστικότητα, άλλωστε αυτό έχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν - κάθε φορά που έληγε η περίοδος αξιολόγησης της τρόικας υπήρχε διάχυτη η κυβερνητική ικανοποίηση για τα πεπραγμένα.
Ομως, η προσπάθεια επιστροφής στις αγορές, η οποία έχει τεθεί ως στόχος που επιβεβαιώνει την ορθότητα επιλογών και πολιτικών, συνεπάγεται και ανάληψη μεγάλης ευθύνης, καθώς είναι ένα καθοριστικό βήμα που οδηγεί σε δρόμο δύσκολο και κυρίως χωρίς επιστροφή.
Εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι κάτι τέτοιο επιχειρείται περισσότερο με όρους πολιτικής παρόρμησης και λιγότερο με ψύχραιμο οικονομικό σχεδιασμό.
Η χώρα μας φαίνεται ότι θα επιχειρήσει να αντλήσει κεφάλαια από τις αγορές, πρώτον, χωρίς να έχει βεβαιωθεί η ίδια πριν από κάθε άλλον ότι η δημοσιονομική αρετή που δείχνει να έχει πετύχει είναι οριστική, βιώσιμη και όχι περιστασιακή ή βραχύβια, στηριγμένη σε ισορροπίες «μακρολογιστικού τρόμου», και, δεύτερον, χωρίς να έχει επιλύσει το πρόβλημα του δημοσίου χρέους, αποτελώντας ίσως το αγοραίο παράδοξο να είναι η μοναδική χώρα -εκτός ειδικών εξαιρέσεων- που προσπαθεί να αντλήσει χρήματα από τις αγορές με χρέος που φθάνει στο 175% του ΑΕΠ.
Επί τέσσερα χρόνια το κόστος δανεισμού για το ελληνικό κράτος ήταν κατά μέσο όρο γύρω στο 2%, ενώ το καλύτερο που έχει να περιμένει από τις αγορές είναι ένα επιτόκιο γύρω στο 5%, δηλαδή κόστος περίπου 30 εκατομμυρίων ευρώ επιπλέον το χρόνο για κάθε δισεκατομμύριο που θα δανειστεί.
Ταυτόχρονα, αν η μακροπρόθεσμη διατήρηση της υγιούς δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας αποδειχθεί μια δύσκολη υπόθεση ή αν αλλάξουν οι συνθήκες των αγορών, είναι πολύ πιθανόν ακόμη και το 5% να φαντάζει εξωπραγματικό.
Το να βρεθούμε να εκλιπαρούμε για ένα ακόμη πρόγραμμα βοήθειας, έχοντας αποτύχει να δανειστούμε σε λογικές τιμές από την ελεύθερη αγορά, θα μπορούσε να αποδειχθεί ένας ακόμη εθνικός εφιάλτης.
ΝΙΚΟΣ ΦΡΑΝΤΖΗΣ - [email protected]