Αναδημοσίευση από τη «Ναυτεμπορική»
Για πρώτη φορά τα τελευταία πέντε χρόνια η Ευρωζώνη μπαίνει με το... δεξί στο νέο έτος κι αυτό για πολλούς λόγους που έχουν να κάνουν με την έξοδο της ευρωπαϊκής οικονομίας από την ύφεση, την απόφαση για την τραπεζική ενοποίηση, αλλά και τις επιμέρους θετικές εξελίξεις σε πρώην και νυν μνημονιακές χώρες, όπως η πετυχημένη έξοδος στις αγορές της Ιρλανδίας και κατά δεύτερο λόγο της Πορτογαλίας.
Ωστόσο, όλοι γνωρίζουν ότι η κατάσταση παραμένει εύθραυστη τόσο σε πολιτικό επίπεδο, όπου οι ευρωεκλογές του Μαΐου μπορεί να οδηγήσουν σε αρνητικές εξελίξεις λόγω της αναμενόμενης σημαντικής ανόδου των ευρωσκεπτικιστών σε πολλά κράτη-μέλη, όσο και σε οικονομικό στην περίπτωση που η ανάκαμψη δεν οδηγήσει σε υποχώρηση της ανεργίας.
Το βέβαιο είναι ότι σήμερα, σε επίπεδο Ευρωζώνης, υπάρχει μια θετική δυναμική προς την κατεύθυνση της εξεύρεσης λύσης σε σημαντικά θέματα που βρίσκονται σε εκκρεμότητα, με κορυφαίο το ελληνικό, δηλαδή τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους.
Εξαιρετικά θετικό είναι το γεγονός ότι τις τελευταίες εβδομάδες πληθαίνουν οι φωνές τόσο από την πλευρά αξιωματούχων της Ευρωζώνης όσο και κυβερνήσεων που μιλούν για το ραντεβού της άνοιξης, όπου θα ξεκινήσει η συζήτηση για το ελληνικό χρέος, παίρνοντας ως δεδομένο πλέον ότι η Ελλάδα τήρησε τη δέσμευσή της για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος το 2013.
Το σημαντικότερο είναι ότι ακόμη και οι κυβερνήσεις που στο παρελθόν αντιμετώπιζαν ιδιαίτερα επιφυλακτικά την περίπτωση της Ελλάδας, όπως η φινλανδική, η ολλανδική και η αυστριακή, αποφεύγουν να διατυπώσουν οποιαδήποτε αιχμή.
Το Βερολίνο, που είναι καθοριστικός παράγοντας για τις περαιτέρω εξελίξεις σχετικά με την Ελλάδα, μπορεί να αποφεύγει τη δημιουργία υπερβολικών προσδοκιών, ωστόσο τόσο ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε όσο και τα νέα πρόσωπα της κυβέρνησης, όπως ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Εξωτερικών Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγερ, δηλώνουν δημόσια ότι την άνοιξη θα εξεταστεί το θέμα της διασφάλισης του δημόσιου χρέους, όπως προβλέπεται άλλωστε και από την απόφαση του Eurogroup, στο πλαίσιο της δεύτερης διάσωσης της χώρας (Δεκέμβριος 2012).
Ωστόσο, πριν από την άνοιξη που θα ξεκινήσει η συζήτηση για το χρέος, υπάρχουν πολλά ανοικτά θέματα που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν σχετικά με την Ελλάδα, με πρώτο την ολοκλήρωση της αξιολόγησης με την τρόικα, η οποία θα επιστρέψει στην Αθήνα μέσα στο μήνα.
Θα πρέπει να επιλυθεί το «αγκάθι» του δημοσιονομικού κενού για το 2014 και το 2015, που θα καλύψει η κυβέρνηση, ώστε στη συνέχεια να καθοριστούν και οι χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού προγράμματος για φέτος.
Το ζητούμενο σήμερα είναι η στάση που θα κρατήσει η τρόικα στις διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση, δηλαδή εάν θα επιμείνει ή όχι να ζητάει μέτρα και μεταρρυθμίσεις που δεν είναι δυνατόν να ικανοποιηθούν, με δεδομένη τη σημερινή τεταμένη κοινωνική και πολιτική κατάσταση στη χώρα.
Ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας προφανώς, γιατί ούτε κι αυτός γνωρίζει τις προθέσεις της τρόικας, επιχείρησε μέσω του Τύπου να περάσει το μήνυμα στους πιστωτές ότι λόγω της ισχνής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας της κυβέρνησης κάποιες απαιτήσεις δεν μπορούν να ικανοποιηθούν, ενώ έφερε ως παράδειγμα την αλλαγή της νομοθεσίας που ζητούν οι τροϊκανοί, προκειμένου να επιτραπούν οι ομαδικές απολύσεις στον ιδιωτικό τομέα.
Μέχρι στιγμής οι εταίροι μπορεί να έχουν δημιουργήσει θετικές προσδοκίες για το χρέος, αλλά τόσο οι Βρυξέλλες όσο και το Βερολίνο εξακολουθούν να παρέχουν πλήρη κάλυψη στην τρόικα και την τακτική που ακολουθεί. Και όλα αυτά παρά τις δριμύτατες επικρίσεις για το ρόλο της τρόικας στις μνημονιακές χώρες, που ασκεί η διερευνητική επιτροπή της Ευρωβουλής. Μάλιστα, την προσεχή βδομάδα έχουν κληθεί να δώσουν εξηγήσεις στην εν λόγω επιτροπή ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν Ολι Ρεν και ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι.
Πάντως, τα πράγματα θα αρχίσουν να ξεκαθαρίζουν με τη νέα επίσκεψη της τρόικας στην Αθήνα όπου θα φανεί εάν υπάρχει ή όχι διάθεση από την πλευρά των πιστωτών να περιορίσουν τις απαιτήσεις τους, ώστε να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση χωρίς περαιτέρω προβλήματα για την κυβέρνηση.
H EKT δεν διαπιστώνει μερίδιο ευθύνης των πιστωτών
Οι χώρες που βρίσκονται σε πρόγραμμα διάσωσης από Ε.Ε.-ΔΝΤ πρέπει να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους για εξορθολογισμό των προϋπολογισμών και των οικονομιών τους, υποστηρίζει η ΕΚΤ στις απαντήσεις που έστειλε στο Ευρωκοινοβούλιο, στο πλαίσιο της έρευνας που γίνεται για το ρόλο της τρόικας. Η ΕΚΤ δεν διαπιστώνει ευθύνες στο συγκεκριμένο θεσμό για τις αστοχίες στα προγράμματα.
Παράλληλα υποβαθμίζει το θέμα των πολλαπλασιαστών όταν καλείται να δώσει απάντηση για τους λόγους για τους οποίους δεν πιάστηκαν διάφοροι στόχοι. Το ζήτημα, υποστηρίζει, «έχει υπεραπλουστευθεί σε ορισμένα fora, απλοποιήθηκε και περιορίστηκε στους απόλυτους αριθμούς, ενώ στην πραγματικότητα είναι πιο πολύπλοκο και με λεπτές διαφορές».
Στην ερώτηση αν η τρόικα πήρε όλες τις σχετικές πληροφορίες από τα κράτη-μέλη για να κάνει σωστή αποτίμηση και να σχεδιάζει τα βέλτιστα προγράμματα βοήθειας, η τράπεζα ανέφερε πως «σε ορισμένες περιπτώσεις οι πληροφορίες που δόθηκαν ήταν ελλιπείς, και ιδιαίτερα σε μία χώρα, ακόμα και παραπλανητικές στην αρχή του προγράμματος».
Η ΕΚΤ εκτιμά ότι η δημοσιονομική προσαρμογή θα πρέπει να συνεχιστεί για να διορθωθούν οι υπερβολικές δημοσιονομικές ανισορροπίες και να περιοριστεί η αρνητική δυναμική του χρέους.
«Η περαιτέρω καθυστέρηση στις προσπάθειες δημοσιονομικής προσαρμογής είναι πιθανό να υπονομεύσει την αξιοπιστία της δημοσιονομικής στρατηγικής - με επιπτώσεις στα κρατικά spreads ή και στην πρόσβαση στις αγορές».
Για την Ελλάδα, η ΕΚΤ αναφέρει πως την περίοδο 2009-2013 το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο αναμένεται να βελτιωθεί κατά περίπου 12 ποσοστιαίες μονάδες και η χώρα θα εμφανίσει μικρό πρωτογενές πλεόνασμα ήδη από το 2013.
Παράλληλα, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος σε σχέση με το μέσο όρο της Ευρωζώνης έχει μειωθεί κατά περίπου 17%, διαδικασία που θεωρείται κλειδί για την ενίσχυση των εξαγωγών. Επίσης, αναμένεται πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών αλλά και ανάκαμψη το 2014.
Κατά την ΕΚΤ, η συνεργασία μεταξύ των τριών θεσμών που απαρτίζουν την επονομαζόμενη τρόικα είναι «πολύ καλή και παραγωγική» και οι διαφορετικές οπτικές και εμπειρίες που φέρνουν στο τραπέζι οι τρεις αυτοί θεσμοί «επιτρέπουν μια πιο ολοκληρωμένη αποτίμηση και ελαχιστοποιούν πιθανά σφάλματα ή ελλείψεις».
Σε ό,τι αφορά τη συνεργασία με τις εθνικές αρχές και το κατά πόσον αυτές εμπλέκονται στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, η ΕΚΤ απάντησε πως «τόσο κατά το στάδιο της αποστολής όσο και στο στάδιο της εφαρμογής η συνεργασία με τις εθνικές αρχές είναι στενή σε όλα τα επίπεδα και γενικά λειτουργεί καλά».
Ελεγχος και προσαρμογή του ρόλου της τρόικας
«Η τρόικα συγκαταλέγεται στα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν για την αντιμετώπιση της κρίσης και αποτελούν λύση ανάγκης και τώρα πρέπει να τεθούν σε μια υγιή δημοκρατική βάση», επισήμανε ο Οτμαρ Κάρας, αντιπρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου και επικεφαλής της ομάδας της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου η οποία ελέγχει το ρόλο της τρόικας, σε συνέντευξή του στη δημόσια αυστριακή ραδιοφωνία.
Όπως τόνισε ο αντιπρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου κ. Κάρας, αυτό που ζητάει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι «να οικοδομηθούν αυτές οι ευρωπαϊκές δομές στη βάση του κοινοτικού δικαίου, πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να έχουν ευρωπαϊκή δημοκρατική νομιμοποίηση, να αναγνωρίζουν το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Δίκαιο, να ελέγχονται σε ευρωπαϊκή βάση και προπάντων θα πρέπει το έργο τους να είναι δημόσια διαφανές και σε διάλογο με τους πολίτες».
Σύμφωνα με τον ίδιο «μια ευρωπαϊκή νομισματική ένωση χρειάζεται έναν Ευρωπαίο υπουργό Οικονομικών, χρειάζεται μια ευρωπαϊκή οικονομική και κοινωνική ένωση, χρειάζεται ένα ευρωπαϊκό νομισματικό ταμείο στη βάση του κοινοτικού δικαίου, ενώ η τρόικα θα πρέπει να αποτελέσει μέρος των ευρωπαϊκών συνθηκών».
ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΛΟΣ - [email protected]