Iσοδύναμα μέτρα ύψους 5,6 δισ. ευρώ (3% του ΑΕΠ) για την ελάφρυνση του δημοσίου χρέους θα πρέπει να επιλέξουν οι εταίροι μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση μετά την κατηγορηματική άρνηση του εκτελεστικού μέλους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Γεργκ Ασμουσεν στο ενδεχόμενο αναχρηματοδότησης των ελληνικών ομολόγων που κατέχουν οι κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών και η ΕΚΤ.
Οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωομάδας αποδέχθηκαν σε κοινό κείμενο τον περασμένο Νοέμβριο ότι το ελληνικό χρέος μπορεί να μειωθεί στο 124% του ΑΕΠ το 2020 και κάτω από το 110% του ΑΕΠ στο τέλος του 2022 με βάση την εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η εκτίμηση αυτή της Κομισιόν, εκτός από τα μέτρα που αποφασίστηκαν στο τέλος του 2012, βασίζεται και στο μέτρο της μετακύλισης των λήξεων των ελληνικών ομολόγων που κατέχουν οι κεντρικές τράπεζες. Μάλιστα, η συγκεκριμένη «διευκόλυνση» αναφέρεται σαφώς στην πρώτη αξιολόγηση του δεύτερου ελληνικού μνημονίου από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον περασμένο Δεκέμβριο και ειδικότερα στην έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ
Στο συγκεκριμένο τμήμα της έκθεσης αναφέρεται ότι «το συμβούλιο των υπουργών Οικονομικών της ευρωομάδας εξέτασε και το ενδεχόμενο της αναχρηματοδότησης και άρα παράτασης των λήξεων των ελληνικών ομολόγων που έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους οι κεντρικές τράπεζες, παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο θα πρέπει να αποφασιστεί από τα διοικητικά τους συμβούλια και την ΕΚΤ. Η εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου θα μείωνε τις χρηματοδοτικές ανάγκες και θα ομαλοποιούσε τις ανάγκες αποπληρωμής του χρέους σε όλη τη διάρκεια του προγράμματος, δηλαδή μέχρι και το 2016. Δεν θα είχε όμως σημαντική επίδραση στη μείωση του χρέους για την περίοδο 2020 -2022». Ενώ όμως η Κομισιόν στην έκθεσή της έθετε την παράταση της λήξης των ομολόγων ως «υπό εξέταση μέτρο», στήριξε και σε αυτό το μέτρο τις παραδοχές της για την αποκλιμάκωση του ελληνικού χρέους μέχρι και το 2022.
Στον πίνακα της έκθεσης παρατίθενταν οι προβλέψεις για την πορεία του χρέους συμπεριλαμβανομένου και της συνεισφοράς της μετακύλισης των λήξεων των ομολόγων των κρατικών τραπεζών. Αναφέρονταν η εκτίμηση ότι η εφαρμογή του μέτρου θα είχε ως αποτέλεσμα την ελάφρυνση των χρηματοδοτικών αναγκών για το χρέος συνολικά κατά 5,6 δισ. ευρώ (3% του ΑΕΠ) μέχρι και το 2016 και συγκεκριμένα η μείωση των χρηματοδοτικών αναγκών θα έφτανε τα 3 δισ. ευρώ (2% του ΑΕΠ) τη διετία 2013-2014 και το 1,9 δισ. (1% του ΑΕΠ) τη διετία 2015-2016. Μετά τη θέση που διατύπωσε ο κ. Ασμουσεν στο Eurogroup της περασμένης Δευτέρας (ότι δηλαδή η μετακύλιση των λήξεων θα συνιστούσε νομισματική χρηματοδότηση) θα πρέπει οι Ευρωπαίοι εταίροι μας να επιλέξουν ισοδύναμα μέτρα για την κάλυψη αυτού του κενού πριν από το τέλος του χρόνου.
Στο μεταξύ, κύκλοι του ΔΝΤ διέψευδαν κατηγορηματικά ότι το Ταμείο ζητεί από την Ελλάδα νέα μέτρα προκειμένου να κλείσει το χρηματοδοτικό κενό του 2014. Τούτο διότι θα πρέπει τόσο το τελικό κείμενο του προϋπολογισμού του επόμενου χρόνου όσο και το αναθεωρημένο μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχέδιο για την περίοδο 2013-2017 να περιέχουν πρόσθετα μέτρα με ισόποσο δημοσιονομικό αποτέλεσμα, τα οποία θα καλύπτουν το κενό. Αν κάτι τέτοιο δεν γίνει, υπάρχει ο κίνδυνος αποχώρησης του ΔΝΤ από τη χρηματοδότηση της Ελλάδας, δεδομένου ότι δεν θα εξασφαλίζεται για το Ταμείο ο όρος σύμφωνα με τον οποίο «η χρηματοδότηση του χρέους του κράτους που δανειοδοτείται να εξασφαλίζεται για το επόμενο 12μηνο». Αλλωστε, σε όλες τις μελέτες-εκθέσεις βιωσιμότητας για το ελληνικό χρέος επισημαίνει την ανάγκη άμεσης παρέμβασης της Ε.Ε. με μέτρα για την περαιτέρω ελάφρυνση. Η Ε.Ε. μέσω των επίσημων οργάνων υποστηρίζει ότι για το μέτρο της μετακύλισης των λήξεων των ελληνικών ομολόγων που διακρατούν η ΕΚΤ και οι άλλες κεντρικές τράπεζες δεν υπάρχει ως σαφής δέσμευση, αλλά ως ενδεχόμενο μέτρο.
Σημειώνεται ότι η εκτίμηση του συμβουλίου υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης στις 27 Νοεμβρίου 2012, ότι το ελληνικό χρέος μπορεί να μειωθεί στο 124% του ΑΕΠ το 2020 και κάτω από το 110% μέχρι το 2022, βασίζεται σε δύο δεδομένα:
* Το πρώτο είναι ότι η Ελλάδα θα ακολουθήσει πιστά τα μέτρα που περιλαμβάνονται στο μνημόνιο και θα επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο μετά την αναθεώρηση που έγινε το Δεκέμβριο υπολογιζόταν ότι θα ανέλθει στο 1,5% του ΑΕΠ το 2014.
* Το δεύτερο είναι ότι αν η ελληνική οικονομία εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, οι Ευρωπαίοι εταίροι της θα εξετάσουν πρόσθετα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους της. Τα επίσημα κείμενα αναφέρουν ενδεικτικά ως τέτοια μέτρα την αύξηση της κοινοτικής συμμετοχής στα συγχρηματοδοτούμενα έργα ή / και περαιτέρω μείωση των επιτοκίων δανεισμού.
«Οπλο» η υπέρβαση των στόχων
Η διαφορά του σχεδιασμού με την πράξη του ελληνικού προγράμματος βρίσκεται στο γεγονός ότι για πρώτη φορά η Ελλάδα εμφανίζεται να ξεπερνά τους στόχους του προγράμματος, παρά τη βαριά ύφεση της ελληνικής οικονομίας. Η χώρα μας εμφανίζεται πλέον να επιτυγχάνει πρωτογενές πλεόνασμα (έστω και οριακό) από το τέλος του 2013, ενώ ο σχεδιασμός της τρόικας προέβλεπε ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα ερχόταν το 2014.
Με βάση αυτό, το υπουργείο Οικονομικών έχει ένα λόγο παραπάνω να απαιτεί από τους εταίρους της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση να ανταποκριθούν ανάλογα με τις δεσμεύσεις τους.
Αντ’ αυτού, όμως, όλοι οι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ενωσης φαίνεται να δίνουν αναβολή στη συζήτηση για μια νέα ελάφρυνση του δημοσίου χρέους για το τέλος του πρώτου τριμήνου 2014.
ΤΑΣΟΣ ΔΑΣΟΠΟΥΛΟΣ - [email protected]