Συνέντευξη στον Μιχάλη Ψύλο
[email protected]
Το κρισιμότερο θέμα που θα αντιμετωπίσουμε είναι η ενέργεια και «δεν αρκεί να ανησυχούμε μόνο για τον ερχόμενο χειμώνα, αλλά και για τους επόμενους καθώς αφορά τόσο το κόστος διαβίωσης των νοικοκυριών όσο και το κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων», τονίζει σε συνέντευξή του στην Ναυτεμπορική και τον Μιχάλη Ψύλο ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης, Συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.
«Το πρόβλημα δεν είναι απλά συγκυριακό και πρέπει να σκεφτόμαστε μακροπρόθεσμα σε δύο κατευθύνσεις: αφενός τη μείωση της κατανάλωσης και αφετέρου την επένδυση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας», σημειώνει ο κ. Κουτεντάκης.
Ερωτηθείς για τα κυβερνητικά μέτρα και το πακέτο 1,9 δισ. ευρώ για την αύξηση των επιδοτήσεων στο ηλεκτρικό, ο Συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, αφού εκτιμά πώς «θα πρέπει να αποφεύγονται τα οριζόντια μέτρα γιατί δημιουργούν στρεβλώσεις», τονίζει: «Με το νέο σύστημα που ισχύει από τον Ιούλιο, το κράτος αποσπά ένα μέρος των κερδών (των παραγωγών) στη χονδρική αγορά ρεύματος και το επιστρέφει στη λιανική αγορά ρεύματος ώστε να μειωθούν οι τιμές που πληρώνουν οι καταναλωτές. Το σύστημα είναι σωστό, επί της αρχής, ωστόσο δεν φαίνεται να επαρκεί για την πλήρη κάλυψη του κόστους με συνέπεια να επιβαρύνεται και ο κρατικός προϋπολογισμός, δηλαδή οι φορολογούμενοι… Για να περιοριστούν οι δημοσιονομικές επιπτώσεις θα πρέπει είτε να μειωθούν περισσότερο τα κέρδη των παραγωγών με την επιβολή χαμηλότερου πλαφόν στις χονδρικές τιμές, είτε να επιβαρυνθούν περισσότερο οι καταναλωτές με μείωση της επιδότησης στη λιανική τιμή του ρεύματος.
Ο κ.Κουτεντάκης υπογραμμίζει την ανάγκη επιστροφής «στη δημοσιονομική ισορροπία που κάναμε τεράστιες θυσίες για να επιτύχουμε. Τώρα για το πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτό, οι τρόποι είναι δεδομένοι: αύξηση των εσόδων και μείωση των δαπανών»
Στο ερώτημα τέλος πότε η χώρα θα αποκτήσει επενδυτική βαθμίδα,ο κ. Κουτεντάκης εκτιμά ότι «με τα σημερινά δεδομένα, εγχώρια και διεθνή, φαίνεται ότι το αισιόδοξο σενάριο που έβλεπε την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας στο πρώτο εξάμηνο του επόμενου έτους έχει απομακρυνθεί».
Η συνέντευξη στη Ναυτεμπορική του Φραγκίσκου Κουτεντάκη-Συντονιστή του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, έχει ως εξής:
Κύριε Κουτεντάκη ευχαριστούμε πολύ για τη συνέντευξή σας στην Ναυτεμπορική.
Η ενεργειακή κρίση, ο πληθωρισμός, οι διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα και φυσικά ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία, δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα που απειλεί την οικονομία της ευρωζώνης. Όλοι συμφωνούν ότι ο επερχόμενος χειμώνας θα είναι ο δυσκολότερος εδώ και δεκαετίες. Πού πηγαίνουμε;
Τα στοιχεία που αναφέρετε συνθέτουν πράγματι ένα ιδιαίτερα ασταθές πλαίσιο. Το κρισιμότερο είναι η ενέργεια καθώς αφορά τόσο το κόστος διαβίωσης των νοικοκυριών όσο και το κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων. Θα προσέθετα ακόμα ότι το πρόβλημα δεν είναι απλά συγκυριακό. Η προσφορά ορυκτών καυσίμων είναι πεπερασμένη και η ολιγοπωλιακή της διάρθρωση θα οδηγούσε, αργά ή γρήγορα, σε αύξηση των τιμών. Δεν αρκεί να ανησυχούμε μόνο για τον ερχόμενο χειμώνα αλλά και για τους επόμενους. Πρέπει να σκεφτόμαστε μακροπρόθεσμα σε δύο κατευθύνσεις, αφενός τη μείωση της κατανάλωσης και αφετέρου την επένδυση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Στις ισχυρές ευρωπαϊκές οικονομίες αυτό είναι ένα ξεκάθαρο μήνυμα από τις πολιτικές ηγεσίες, εδώ πάλι δεν φαίνεται να ανησυχούμε.
«Τεχνική ύφεση» στην ευρωζώνη, όπως λέει η Ιζαμπέλ Σνάμπελ ή βαθιά ύφεση και στασιμοπληθωρισμός; Η ΕΚΤ σφίγγει τη νομισματική πολιτική για να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό, με κίνδυνο όμως την υπονόμευση της ανάπτυξης.
Προς το παρόν οι επίσημες ευρωπαϊκές πηγές αποφεύγουν να μιλήσουν για ύφεση. Η τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βλέπει μεγέθυνση 2,6% για φέτος και 1,4% για το 2023 στο σύνολο των χωρών της Ευρωζώνης, με άλλα λόγια αναμένεται μια επιστροφή στην κανονικότητα πριν την εμφάνιση της πανδημίας. Από την άλλη υπάρχουν πολλές αβεβαιότητες που σχετίζονται, μεταξύ άλλων, με τη νομισματική πολιτική που θα εφαρμόσει η ΕΚΤ. Αν η τελευταία ακολουθήσει τις προτροπές κάποιων χωρών και κινηθεί επιθετικά με μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων, θα προκαλέσει οπωσδήποτε αρνητικές επιπτώσεις στους ρυθμούς μεγέθυνσης αλλά και στο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους κάποιων άλλων χωρών. Η γνωστή διάκριση μεταξύ πιστωτών και οφειλετών παραμένει κυρίαρχη στην ευρωπαϊκή πολιτική οικονομία.
Μήπως η Ευρώπη υποτίμησε τους κινδύνους του πολέμου και σύρθηκε απροετοίμαστη στην επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία, που τελικά πλήττουν περισσότερο τους Ευρωπαίους;
Πιθανόν. Τέτοιες αποφάσεις όμως δεν λαμβάνονται με οικονομικά κριτήρια. Δεν πιστεύω ότι η Ε.Ε. θα μπορούσε να μείνει αδιάφορη σε μια τέτοια πολεμική ενέργεια. Θεωρώ όμως ότι θα μπορούσε να διαχειριστεί καλύτερα την προστασία των πολιτών της από τις οικονομικές συνέπειες του πολέμου επιδεικνύοντας μεγαλύτερη αλληλεγγύη (όπως με την επιβολή πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου) και φροντίζοντας να κλείσει ορισμένα «παραθυράκια» στην επιβολή των κυρώσεων (όπως με τις μεταφορές των ρωσικών καυσίμων). Πάντως, προς το παρόν, οι οικονομικές και πολιτικές συνέπειες είναι σοβαρότερες για την Ευρώπη παρά για τη Ρωσία, κυρίως γιατί στην πρώτη υπάρχει ακόμα δημοκρατία.
Με βάση το ζοφερό διεθνές σκηνικό, τι αναμένετε τώρα για την πορεία της ελληνικής οικονομίας; Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, το 80% της αύξησης του πληθωρισμού είναι εξωγενές λόγω των αυξημένων τιμών στην ενέργεια και στα τρόφιμα που είναι αποτέλεσμα του πολέμου.
Όσον αφορά τον ρυθμό μεγέθυνσης του τρέχοντος έτους, οι αρχικές μας προβλέψεις ήταν στην περιοχή του 2,2%-2,7% και όσον αφορά τον πληθωρισμό μεταξύ 7,4% και 11%. Τα στοιχεία του τουρισμού δείχνουν ότι πιθανόν η μεγέθυνση να καταλήξει υψηλότερα, ωστόσο είναι ακόμα νωρίς. Ας περιμένουμε και τα στοιχεία για το ΑΕΠ του δεύτερου τριμήνου που θα ανακοινωθούν σε λίγες μέρες.
Ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας τονίζει ότι θα πρέπει να επανέλθουμε σε πρωτογενή πλεονάσματα μεσοπρόθεσμα και να επιστρέψουμε σε δημοσιονομική ισορροπία. Πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτός ο στόχος;
Προφανώς και θα πρέπει να επιστρέψουμε στη δημοσιονομική ισορροπία που κάναμε τεράστιες θυσίες για να επιτύχουμε. Τώρα για το πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτό, οι τρόποι είναι δεδομένοι: αύξηση των εσόδων και μείωση των δαπανών. Αυτό, βέβαια, χωράει πολύ συζήτηση. Γενικά μιλώντας, θα έλεγα ότι στα μεν έσοδα θα πρέπει να αυξηθεί η άμεση φορολογία (που είναι από τις χαμηλότερες στην Ε.Ε.) έναντι της έμμεσης (που είναι από τις υψηλότερες στην Ε.Ε.) και στις δε δαπάνες να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση της σκοπιμότητάς τους και να τεθούν αυστηρά και σαφή κριτήρια.
Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας ανακοίνωσε ένα πακέτο 1,9 δισ. ευρώ για την αύξηση των επιδοτήσεων στο ηλεκτρικό από τον Σεπτέμβριο, υπερκαλύπτοντας στις περισσότερες περιπτώσεις την αύξηση του κόστους της ενέργειας. Θα ακολουθήσουν μάλιστα κι άλλες επιδοτήσεις τους επόμενους μήνες. Το αντέχει δημοσιονομικά η χώρα;
-πό το 1,9 δις του Σεπτεμβρίου, το 1,1 περίπου έχει εισπραχθεί από τους παραγωγούς τον Ιούλιο μέσω του πλαφόν στην χονδρική τιμή του ρεύματος και περίπου 700 εκατ. προέρχονται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Με το νέο σύστημα που ισχύει από τον Ιούλιο, το κράτος αποσπά ένα μέρος των κερδών (των παραγωγών) στη χονδρική αγορά ρεύματος και το επιστρέφει (στους παρόχους) στη λιανική αγορά ρεύματος ώστε να μειωθούν οι τιμές που πληρώνουν οι καταναλωτές. Το σύστημα είναι σωστό, επί της αρχής, ωστόσο δεν φαίνεται να επαρκεί για την πλήρη κάλυψη του κόστους με συνέπεια να επιβαρύνεται και ο κρατικός προϋπολογισμός, δηλαδή οι φορολογούμενοι. Για να περιοριστούν οι δημοσιονομικές επιπτώσεις θα πρέπει είτε να μειωθούν περισσότερο τα κέρδη των παραγωγών με την επιβολή χαμηλότερου πλαφόν στις χονδρικές τιμές, είτε να επιβαρυνθούν περισσότερο οι καταναλωτές με μείωση της επιδότησης στη λιανική τιμή του ρεύματος. Προς το παρόν πάντως φαίνεται ότι τα αυξημένα φορολογικά έσοδα αρκούν για να καλύψουν αυτό το κόστος χωρίς να κινδυνεύει ο δημοσιονομικός στόχος του έτους. Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η δημοσιονομική πολιτική έχει πάντα αναδιανεμητικό χαρακτήρα.
Οι επιδοτήσεις στο ρεύμα δεν δίνονται με εισοδηματικά κριτήρια, γεγονός που σημαίνει ότι ένας πλούσιος πολίτης που πρέπει να θερμάνει την πισίνα του για τον χειμώνα, λαμβάνει την ίδια επιδότηση με ένα νοικοκυριό που διαμένει σε ένα δυάρι στο Περιστέρι. Μήπως πρέπει να υπάρξουν κοινωνικά κριτήρια;
Πράγματι. Όπως έχουμε τονίσει, θα πρέπει να αποφεύγονται τα οριζόντια μέτρα γιατί δημιουργούν στρεβλώσεις. Στο παράδειγμά σας, ο πρώτος (με την πισίνα) λαμβάνει υψηλότερη επιδότηση αφού καταναλώνει περισσότερο ρεύμα από τον δεύτερο (στο Περιστέρι). Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι αφενός είναι αρκετά δύσκολη η διασταύρωση των λογαριασμών ρεύματος με φορολογικά στοιχεία και αφετέρου το δημοσιονομικό όφελος από ένα τέτοιο εγχείρημα είναι αμφίβολο. Πρέπει ακόμα να ληφθεί υπόψη ότι πάνω από το 60% της κατανάλωσης ρεύματος γίνεται από επιχειρήσεις στις οποίες δεν μπορούν να εφαρμοστούν εισοδηματικά κριτήρια με τον ίδιο τρόπο που εφαρμόζονται στα νοικοκυριά.
Σε διάστημα μικρότερο των δυόμιση ετών η κυβέρνηση έχει ήδη διαθέσει κάπου 50 δισ. ευρώ για μέτρα στήριξης. Το ζήτημα είναι πώς μοιράστηκαν, σε ποιους πήγαν αυτά τα χρήματα, για ποιο σκοπό – και γενικά αν “έπιασαν τόπο”; Μήπως επωφελήθηκαν και κάποια επαγγέλματα που καταφέρνουν να φοροδιαφεύγουν;
Όπως έχουμε γράψει στις εκθέσεις του Γραφείου Προϋπολογισμού, στη διετία της πανδημίας 2020-21 υπήρξε μια δημοσιονομική επιβάρυνση της τάξης των 30 δις ευρώ με μέτρα που δεν χαρακτηρίζονταν από ιδιαίτερη αυστηρότητα και διαφάνεια. Από το 2020 είχαμε τονίσει ότι οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις θα είχαν ισχυρότερη επίδραση στο ΑΕΠ αν κατευθύνονταν σε δημόσιες επενδύσεις στην υγεία, στην εκπαίδευση και στις συγκοινωνίες αντί για μεταβιβάσεις και φοροαπαλλαγές.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης θα θελήσει να στείλει ένα σαφές μήνυμα αισιοδοξίας για την πορεία της οικονομίας, ειδικά μετά την έξοδο της χώρας από την ενισχυμένη εποπτεία. Η κυβέρνηση ετοιμάζεται να ανακοινώσει μάλιστα στη ΔΕΘ νέα μέτρα στήριξης που θα υπερβούν το ποσό των 6,5 δισ. ευρώ και θα αφορούν το 2022 και το 2023. Πόσο ρεαλιστική είναι αυτή η αισιοδοξία;
Η Ελλάδα, στα πλαίσια της ρύθμισης του χρέους, έχει δεσμευτεί σε πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% (κατά μέσο όρο) για τα επόμενα σαράντα χρόνια. Τα ελλείμματα της τριετίας 2020-22, σε συνδυασμό με τα υψηλότερα επιτόκια, αναμένεται να αυξήσουν τα απαιτούμενα πλεονάσματα των υπόλοιπων ετών ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους. Αυτό θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο σχεδιασμό της δημοσιονομικής πολιτικής.
Ποιος θεωρείτε πως θα είναι ο αντίκτυπος για την ανάπτυξη από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης; Θα μπορούσε να αλλάξει μεσοπρόθεσμα τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας;
Αυτός είναι ο λόγος δημιουργίας του Ταμείου Ανάκαμψης. Είναι μια σημαντική ευκαιρία για τη χώρα που μπορεί να αποδώσει μεσοπρόθεσμα, φτάνει να αξιοποιηθεί σωστά. Να σημειωθεί, βέβαια, ότι οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης δεν συνεισφέρουν στην ανάπτυξη όταν εισπράττονται από το δημόσιο ταμείο αλλά όταν διοχετεύονται στην πραγματική οικονομία. Μέχρι σήμερα έχουν εισπραχθεί περίπου 4 δις (από επιχορηγήσεις-grants) εκ των οποίων σχεδόν 1,3 δις έχει μεταβιβαστεί στους αρμόδιους δημόσιους φορείς για να καταβληθούν οι πληρωμές στους δικαιούχους. Δεν γνωρίζω το ακριβές ποσοστό που έχει διοχετευτεί στην πραγματική οικονομία. Υπάρχει επομένως ένας ετεροχρονισμός και δεν θα πρέπει να περιμένουμε γρήγορα αποτελέσματα.
Πόσο εφικτός είναι ο στόχος της επενδυτικής βαθμίδας και πότε μπορεί να επιτευχθεί;
Με τα σημερινά δεδομένα, εγχώρια και διεθνή, φαίνεται ότι το αισιόδοξο σενάριο που έβλεπε την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας στο πρώτο εξάμηνο του επόμενου έτους έχει απομακρυνθεί.
Κύριε Κουτεντάκη σας ευχαριστούμε πολύ για τη συνέντευξη στην Ναυτεμπορική.