Από την έντυπη έκδοση
Του Στέλιου Παπαπέτρου
[email protected]
Η άρση της αναστολής επεκτασιμότητας των κλαδικών συμβάσεων από την 1/9/2018 και η επαναφορά της αρχής της ευνοϊκότερης συλλογικής ρύθμισης σε περίπτωση συρροής πολλών συμβάσεων είναι οι δύο βασικοί άξονες της ατζέντας των εργασιακών σχέσεων που θα τεθούν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων κατά τη διάρκεια της σημερινής συνάντησης που θα έχει η κα Αχτσιόγλου με τους εκπροσώπους των θεσμών.
Σύμφωνα με την υπουργό Εργασίας, η επαναφορά αυτών των δύο ρυθμίσεων από τον Σεπτέμβρη του 2018 δεν είναι αυτόματη, καθώς η αναστολή τους συνδέεται με το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής και όχι με το 1ο και το 2ο μνημόνιο. Για την κυβέρνηση η επαναφορά αυτών των ρυθμίσεων στις συλλογικές διαπραγματεύσεις είναι μείζονος σημασίας, προκειμένου να περιοριστεί η απορρύθμιση στην αγορά εργασίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας, από την αρχή του 2017 μέχρι και τα μέσα του Απριλίου υπεγράφησαν 96 επιχειρησιακές συμβάσεις και μόνο 9 κλαδικές/ομοιοεπαγγελματικές.
Κομβικής σημασίας για τις αλλαγές αυτές που περιόρισαν τη λειτουργία των κλαδικών συμβάσεων εργασίας ήταν ο νόμος 4024/2011, ο οποίος στο άρθρο 37 ορίζει πως «Όσο διαρκεί η εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής, η επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας υπερισχύει σε περίπτωση συρροής με κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας και πάντως δεν επιτρέπεται να περιέχει όρους εργασίας δυσμενέστερους για τους εργαζόμενους από τους όρους εργασίας εθνικών συλλογικών συμβάσεων, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 3 του νόμου αυτού». Έτσι, από το 2011 και μετά τη ρύθμιση αυτή, η επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας υπερισχύει, σε περίπτωση συρροής, τόσο έναντι της ομοιοεπαγγελματικής, όσο και της κλαδικής, έστω κι αν περιέχει δυσμενέστερες για τους εργαζόμενους διατάξεις.
Περιορίστηκαν δραστικά
Στην περίοδο μετά το 2011, δηλαδή μετά την αναστολή της επέκτασης των κλαδικών συβάσεων εργασίας, έχουμε σχεδόν ολική ανατροπή στο είδος των συλλογικών συμβάσεων εργασίας που υπογράφονται. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ κατά το έτος 2011 είχαμε την σύναψη 38 κλαδικών συμβάσεων και 131 επιχειρησιακών, μόλις έναν χρόνο αργότερα, το 2012, όταν ολοκληρώνονται οι νομοθετικές παρεμβάσεις του δευτέρου μνημονίου, κατατίθενται στο υπουργείο Εργασίας μόνο 23 κλαδικές συμβάσεις, ενώ αντίστοιχα ο αριθμός των επιχειρησιακών συμβάσεων εργασίας εκτινάσσεται στις 976 συμβάσεις.
Σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 37 του Ν. 4024/2011, η εφαρμογή των βασικών διατάξεων του προηγούμενου νόμου που καθόριζε τα των συλλογικών συμβάσεων, δηλαδή του Ν. 1876/90, που αναφέρονται στην κήρυξη ως γενικώς υποχρεωτικών των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, με απόφαση του υπουργού Εργασίας, ανεστάλησαν για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην μπορούν να κηρυχθούν ως γενικώς υποχρεωτικές οι κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Αυτές από τότε μέχρι σήμερα δεσμεύουν και ισχύουν μόνον τους εργαζόμενους και εργοδότες που είναι μέλη των συμβαλλομένων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Σύμφωνα με την εκτίμηση της ΓΣΕΕ, ένα από τα πρακτικά αποτελέσματα αυτής της διάταξης ήταν στα χρόνια που ακολούθησαν η μη συμμετοχή ή η αποχώρηση επιχειρήσεων από τους αντίστοιχους εργοδοτικούς συνδέσμους, προκειμένου να μη δεσμεύονται από τις κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ.
Οι σημαντικότερες αλλαγές κατά την περίοδο της εφαρμογής του 1ου μνημονίου αφορούσαν το δίκαιο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και ειδικότερα τα θέματα που έχουν σχέση με την ικανότητα σύναψης ΣΣΕ, τη συρροή και την επέκτασή τους, όπως αυτό (το δίκαιο) διαμορφώθηκε την τελευταία 20ετία. Αυτός είναι ο βασικός λόγος που η κυβέρνηση και το υπουργείο Εργασίας θεωρούν μείζονος σημασίας την επαναφορά των ρυθμίσεων για τις κλαδικές συμβάσεις, ενώ όπως επισημαίνουν με νόημα στελέχη του υπουργείου σε αυτές τις διαπραγματεύσεις ακόμη και οι λεπτομέρειες είναι καθοριστικής σημασίας.