Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Σαφή προειδοποίηση για το βαρύ κλίμα που δημιούργησε στις σχέσεις κυβέρνησης - δανειστών η εξαγγελία και υλοποίηση του επιδόματος στους συνταξιούχους απηύθυνε χθες αξιωματούχος της Ευρωζώνης, προετοιμάζοντας για το κλίμα στο σημερινό Euro Working Group.
«Μετά τα όσα μεσολάβησαν τον Δεκέμβριο, είναι βέβαιο πως η δεύτερη αξιολόγηση δεν θα είναι μια απλή γραφειοκρατική διαδικασία, αλλά θα χρειαστεί να δαπανηθεί πολιτικό κεφάλαιο» είπε χαρακτηριστικά. Η κυβέρνηση, πάντως, είναι γνώστης των διαθέσεων των δανειστών και στο πλαίσιο αυτό ετοιμάζεται να υποχωρήσει ξανά από «κόκκινες» γραμμές, όπως το αφορολόγητο και η μείωση των συντάξεων, εάν και εφόσον δεν πιαστούν οι στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων, από το 2019 και μετά.
Αναλυτικότερα, οι προϋποθέσεις επανέναρξης της διαδικασίας ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης αναμένεται να συζητηθούν στη σημερινή συνεδρίαση της Ομάδας Εργασίας (ΕWG) του Εurogroup, στις Βρυξέλλες, ενώ σημαντική θεωρείται και η συνάντηση που θα έχει ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος με τον επίτροπο Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων Πιερ Μοσκοβισί, στην έδρα της Κομισιόν. Η συνεδρίαση της Ομάδας Εργασίας υπό την προεδρία του Τόμας Βίζερ δεν έχει ως αποκλειστικό θέμα συζήτησης την Ελλάδα, αλλά την προετοιμασία της επόμενης συνεδρίασης του Εurogroup, όπου το ελληνικό ζήτημα είναι ένα από αυτά.
Πάντως, θα είναι η πρώτη συζήτηση για τη δεύτερη αξιολόγηση μετά την κρίση και τις τριβές που προκάλεσαν τον περασμένο μήνα οι εξαγγελίες της κυβέρνησης υπέρ των συνταξιούχων χωρίς προηγούμενη συμφωνία με τους θεσμούς. Η εν λόγω κρίση μπορεί να δείχνει ότι ξεπεράστηκε με τη δήλωση του Γερούν Ντέισελμπλουμ στις 24 Δεκεμβρίου για το «ξεπάγωμα» της επεξεργασίας των βραχυπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, ωστόσο έχει κλονίσει εκ νέου των εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο πλευρών. Ενδεικτική είναι η επισήμανση Ευρωπαίου αξιωματούχου, ο οποίος αναφερόμενος στο θέμα αυτό είπε ότι «μετά τα όσα μεσολάβησαν τον Δεκέμβριο, είναι βέβαιο πως η δεύτερη αξιολόγηση δεν θα είναι μια απλή γραφειοκρατική διαδικασία, αλλά θα χρειαστεί να δαπανηθεί πολιτικό κεφάλαιο».
Με άλλα λόγια κάποιοι δανειστές θα είναι πιο απαιτητικοί σε σχέση με τις εγγυήσεις που θα ζητούνται από την κυβέρνηση για το κλείσιμο κάθε ανοικτού ζητήματος της διαπραγμάτευσης. Ο ίδιος αξιωματούχος οριοθέτησε και το περίγραμμα για τη συνέχεια, ξεκαθαρίζοντας ότι είναι ανώφελη οποιαδήποτε συζήτηση για μη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα. «Από τη στιγμή που για ορισμένες χώρες η συμμετοχή του διεθνούς οργανισμού στο πρόγραμμα είναι προϋπόθεση για την έγκριση των χρηματοδοτήσεων από εθνικά κοινοβούλια, το να συζητάμε την αποχώρησή του είναι χάσιμο χρόνου» ανέφερε.
Από εκεί και πέρα στις Βρυξέλλες αναγνωρίζουν ότι το «ξεμπλοκάρισμα» της δεύτερης αξιολόγησης δεν εξαρτάται μόνο από τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά και από το ξεκαθάρισμα της κατάστασης στο εσωτερικό των δανειστών. Θα πρέπει, όπως τονίζουν, να υπάρξει κινητικότητα από την πλευρά του Βερολίνου, το οποίο προς το παρόν επιμένει στη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα ζητώντας από την Αθήνα να ικανοποιήσει τις δημοσιονομικές απαιτήσεις του. Μόνο εφόσον υπάρξουν υποχωρήσεις από όλες τις πλευρές θα βρεθεί «κοινός τόπος», τονίζουν στη βελγική πρωτεύουσα.
Σχετικά με τη συνάντηση Μοσκοβισί -Τσακαλώτου, την οποία ζήτησε η ελληνική πλευρά, κοινοτική πηγή υπογράμμιζε ότι ο Γάλλος επίτροπος θέλει να ακούσει τις απόψεις και προτάσεις του υπουργού Οικονομικών σχετικά με το τι είναι διατεθειμένη να κάνει η κυβέρνηση από την πλευρά της, προκειμένου να αρθεί το αδιέξοδο.
Στη συνέχεια ο κ. Μοσκοβισί θα αναλάβει να παίξει ένα μεσολαβητικό ρόλο μεταξύ των δανειστών και της Αθήνας με στόχο την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Είναι προφανές ότι το κλειδί για την επίτευξη συμφωνίας είναι τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018, γιατί τα άλλα ανοικτά ζητήματα της δεύτερης αξιολόγησης, όπως το δημοσιονομικό κενό του 2018 και η αγορά ενέργειας, δεν θεωρούνται από τους κοινοτικούς ιδιαίτερα δύσκολα.
Την απόφαση για την επιστροφή των επικεφαλής των θεσμών στην Αθήνα θα πρέπει να την πάρει η Ομάδα Εργασίας της Ευρωζώνης, ωστόσο την πολιτική εντολή θα τη δώσει στους τεχνοκράτες ο πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντέισελμπλουμ, αφού προηγουμένως συνεννοηθεί με κάποιες σημαντικές πρωτεύουσες της Ευρωζώνης. Όλα δείχνουν ότι στην προσεχή συνεδρίαση του Eurogroup, στις 26 Ιανουαρίου, δεν πρόκειται να υπάρξει καταληκτική απόφαση, ωστόσο, όπως τονίζουν, για να υπάρξουν αυξημένες πιθανότητες συμφωνίας στη μεθεπόμενη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης (20 Φεβρουαρίου) θα πρέπει να σημειωθεί σημαντική πρόοδος μέχρι το τέλος του μήνα.
«Όσο το δυνατόν γρηγορότερα»
«Σύμπτωση απόψεων στο ότι η ολοκλήρωση της αξιολόγησης πρέπει να γίνει όσο το δυνατόν γρηγορότερα» διαπιστώθηκε κατά τη χθεσινή συνάντηση στο Παρίσι του ΥΠΟΙΚ Ευ. Τσακαλώτου με τον Γάλλο ομόλογό του Μισέλ Σαπέν, παρουσία και του αν. ΥΠΟΙΚ Γ. Χουλιαράκη. Οι τρεις υπουργοί «είχαν μια λεπτομερή και ουσιαστική συζήτηση τόσο για το περιεχόμενο όσο και για τη διαδικασία, με σκοπό να ξεκλειδώσουν όλες οι πτυχές της δεύτερης αξιολόγησης» όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση του υπουργείου Οικονομικών.
«Δεν ευθυνόμεθα για την καθυστέρηση»
Έτος δραστικής βελτίωσης του επιχειρηματικού και του επενδυτικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα χαρακτήρισε το 2017 ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ι. Δραγασάκης, μιλώντας χθες στο πρωτοχρονιάτικο δείπνο του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου.
Αναφερόμενος στην αξιολόγηση σημείωσε ότι «η ελληνική κυβέρνηση έχει από την πλευρά της ανταποκριθεί σε όλες τις υποχρεώσεις της και τα λίγα θέματα που μένουν ανοιχτά μπορούν να κλείσουν άμεσα, αν υπάρξει η αναγκαία βούληση από όλες τις πλευρές». «Όμως δεν εξαρτώνται όλα μόνο από εμάς» υπογράμμισε με νόημα και συμπλήρωσε: «Δεν είναι κρυφό ότι στην παρούσα συγκυρία βασική αιτία των καθυστερήσεων είναι οι αποκλίνουσες απόψεις μεταξύ των θεσμών. Κυρίως ανάμεσα στο ΔΝΤ και ορισμένα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης. Αλλά και στο εσωτερικό των εν λόγω κρατών διατυπώνονται αποκλίνουσες απόψεις. Άρα δεν πρόκειται για προβλήματα που τα δημιουργεί η δική μας στάση».
«Με ή χωρίς το ΔΝΤ...»
Η Ευρωζώνη θα προχωρήσει με το ελληνικό πρόγραμμα διάσωσης με ή χωρίς τη συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), όπως ανέφερε χθες στο Reuters ο Βέλγος υπουργός Οικονομικών Γιόχαν βαν Όβερτβελντ.
Ο Βέλγος υπουργός υπογράμμισε ότι η συμμετοχή του ΔΝΤ θα ήταν προτιμότερη, αλλά οι χώρες του ευρώ θα μπορούσαν να προχωρήσουν και χωρίς αυτό. Το Ταμείο έχει πει ότι θα συμμετέχει στο πρόγραμμα μόνο εφόσον αυτό είναι το τελευταίο και υπό την προϋπόθεση ότι περιλαμβάνει ελάφρυνση χρέους. «Ως Eurogroup και ως νομισματική ένωση θα πρέπει να προχωρήσουμε έτσι και αλλιώς. Κατά προτίμηση με το ΔΝΤ, αλλά θα προχωρήσουμε σε κάθε περίπτωση» είπε. «Εάν το ΔΝΤ πραγματικά επιμείνει σε άλλα θέματα από αυτά που εμείς θεωρούμε σημαντικά, εντός του Eurogroup, τότε θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες αυτού. Αλλά δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η παρουσία του ΔΝΤ είναι από κάθε άποψη πολύ επιθυμητή και αποτελεσματική» κατέληξε.
Υποχωρούν οι «κόκκινες γραμμές» για αφορολόγητο - συντάξεις
Στην παράταση αλλά και την περαιτέρω «εξειδίκευση» του δημοσιονομικού κόφτη ούτως ώστε να αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο περικοπών της έκπτωσης φόρου μισθωτών και συνταξιούχων ή ακόμη και το «ψαλίδισμα» των υφιστάμενων συντάξεων εστιάζονται τώρα οι ελπίδες για εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και στους τέσσερις θεσμούς.
Το συγκεκριμένο σενάριο συμβιβαστικής λύσης προβλέπει ότι η ελληνική πλευρά θα αποδεχτεί τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ και μετά το 2019. Θα επιδιωχθεί, ωστόσο, να περάσει η πρόταση Τσακαλώτου ώστε η μία από τις τρεισήμισι μονάδες του πρωτογενούς πλεονάσματος να διοχετευθεί για μέτρα ενίσχυσης της ανάπτυξης με έμφαση στη μείωση των φορολογικών συντελεστών. Σε περίπτωση αποκλίσεων από τον στόχο του πλεονάσματος, θα ενεργοποιείται ο δημοσιονομικός κόφτης, ο οποίος θα παραταθεί για όσο διάστημα υποχρεωθεί η Ελλάδα να παρουσιάζει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ. Μεταξύ των μέτρων που θα μπορούν να επιβληθούν σε περίπτωση ενεργοποίησης του «κόφτη» θα περιλαμβάνεται τόσο η μείωση των υφιστάμενων συντάξεων όσο και η περικοπή του αφορολογήτου.
Ουσιαστικά, εφόσον προχωρήσει η συγκεκριμένη λύση, η κυβέρνηση θα υποχρεωθεί να αναδιπλωθεί σε σχέση με την απόλυτη θέση που είχε λάβει μέχρι τώρα: καμία μείωση της έκπτωσης φόρου, καμία περικοπή υφιστάμενων συντάξεων. Πρακτικά, προτίθεται να αναλάβει τη δέσμευση ότι σε περίπτωση μη επίτευξης εξαιρετικά υψηλών δημοσιονομικών στόχων, θα είναι οι χαμηλόμισθοι και οι χαμηλοσυνταξιούχοι αυτοί που θα κληθούν να πληρώσουν τον λογαριασμό. Από την άλλη, η συγκεκριμένη πρόταση έχει ένα βασικό χαρακτηριστικό που ευνοεί την ελληνική πλευρά: η ελληνική Βουλή δεν θα κληθεί να ψηφίσει από τώρα τη μείωση του αφορολόγητου ή την περικοπή των υφιστάμενων συντάξεων παρά μόνο την παράταση του κόφτη. «Δεν θα υπάρχει ποσοτικοποίηση των μέτρων» όπως αναφέρει χαρακτηριστικά αρμόδια κυβερνητική πηγή, με γνώση της συγκεκριμένης συμβιβαστικής πρότασης. Η ποσοτικοποίηση και η ψήφιση της συγκεκριμένης διάταξης, είτε για το κόψιμο της έκπτωσης φόρου είτε για τον περιορισμό των υφιστάμενων συντάξεων, θα γίνεται μόνο αν διαπιστωθούν δημοσιονομικά κενά, δηλαδή αποκλίσεις από τον στόχο του 3,5% του ΑΕΠ. Με βάση και τη σημερινή μορφή της διάταξης του κόφτη όπως έχει ψηφιστεί από την ελληνική Βουλή, η όποια περικοπή θα πρέπει να γίνεται, θα εξαρτάται από το μέγεθος της δημοσιονομικής απόκλισης.
Έτσι, αν κάποια στιγμή την περίοδο μετά το 2018 εμφανιστεί απόκλιση από 0,76% έως και 1,25% του ΑΕΠ (δηλαδή αν το πρωτογενές πλεόνασμα, για παράδειγμα, του 2019 διαμορφωθεί στο 2,25% αντί για το 3,5% του ΑΕΠ), τότε θα ζητηθεί η επιβολή μέτρων της τάξεως του 1% του ΑΕΠ ή περίπου δύο δισ. ευρώ σε όρους ΑΕΠ του 2019. Για να εξοικονομηθούν αυτά τα δύο δισ. ευρώ θα πρέπει τότε η κυβέρνηση να προχωρήσει είτε σε μια περικοπή της «προσωπικής διαφοράς» των συνταξιούχων ακόμη και πάνω από 50% (κάτι που θα ισοδυναμεί με μέση μείωση των συντάξεων κατά 7%-8%) είτε σε μείωση της φορολογικής έκπτωσης από τα επίπεδα των 1.900-2.100 ευρώ που είναι σήμερα, ακόμη και στα 1.500 ευρώ.