Η συμφωνία θα δώσει «ανάσα» στις τράπεζες

ΕΚΤ: Στις 2 Ιουνίου η οριστική απόφαση για επαναφορά του waiver, με δεδομένo τις θετικές εξελίξεις στο Eurogroup της 24ης Μαΐου
Πέμπτη, 12 Μαΐου 2016 08:22
UPD:08:23
SOOC/Nikos Libertas

Οι τραπεζίτες εκτιμούν ότι η ολοκλήρωση της αξιολόγησης θα έχει άμεσα οφέλη για τον κλάδο σε επίπεδο ρευστότητας και κόστους χρήματος, καθώς και αποκατάστασης της εμπιστοσύνης. Παράλληλα, αναμένουν ότι θα ανοίξει σταδιακά ο δρόμος για χαλάρωση των capital controls.

Από την έντυπη έκδοση 

Της Άννας Δόγα
[email protected]

Μια αλληλουχία θετικών εξελίξεων, με πρώτη την επαναφορά του waiver, θα θέσει σε κίνηση η ολοκλήρωση της αξιολόγησης, με άμεσα οφέλη για τον τραπεζικό κλάδο σε επίπεδο ρευστότητας και κόστους χρήματος, καθώς και αποκατάστασης της εμπιστοσύνης. Οι τραπεζίτες αναμένουν ότι θα ανοίξει σταδιακά ο δρόμος για χαλάρωση των capital controls, με πρώτο βήμα την ελευθερία κινήσεων για το «νέο» χρήμα που θα μπαίνει στο σύστημα.

Η επαναφορά του waiver, την οποία έχει «υποσχεθεί» η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, έχει ως βάση ένα staff level agreement, αλλά δεν αποκλείεται το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ να αναμείνει και την ψήφιση από τη Βουλή των μέτρων που μένουν να νομοθετηθούν ώστε πιθανότερη ημερομηνία να είναι μετά το Eurogroup της 24ης Μαΐου, οπότε χωρίς αμφιβολία θα επικυρωθεί η συμφωνία.

EPA

Μετά την επαναφορά του waiver, ο διοικητής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι (φωτ. αρχείου) θα εξετάσει και την ένταξη των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.

Σε αυτή την περίπτωση η συνεδρίαση της 2ας Ιουνίου θα δώσει το «πράσινο φως» για την επαναφορά του waiver, της δυνατότητας δηλαδή να γίνονται κατ’ εξαίρεση δεκτά ελληνικά ομόλογα για την άντληση ρευστότητας απευθείας από την ΕΚΤ. Επόμενο βήμα θα είναι η ένταξη των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, κάτι που σχετίζεται πέραν της αξιολόγησης και με το χρέος, και την ανάλυση μάλιστα βιωσιμότητας του χρέους από την ΕΚΤ, δηλαδή τοποθετείται μετά το καλοκαίρι.

Για τις τράπεζες, η ολοκλήρωση της αξιολόγησης είναι μια εξέλιξη που θα έχει οφέλη της τάξης των 150 εκατ. ευρώ ετησίως στα καθαρά έσοδα από τόκους, ενώ συνολικά ο συνδυασμός των επιπτώσεων από τη μείωση του ELA και τoυ κόστους των τίτλων του Πυλώνα ΙΙ και την πορεία της αγοράς ομολόγων θα φέρει, όπως εκτιμάται, οφέλη της τάξης των 500 εκατ. ευρώ.

Ακόμη σημαντικότερη ενδεχομένως είναι η τοποθέτηση της πιο κρίσιμης ψηφίδας στο στόρι του κλάδου, καθώς με αφετηρία την αξιολόγηση οι τραπεζίτες είχαν εκπονήσει ένα στόρι ανάκαμψης, στο οποίο πόνταραν και οι επενδυτές της τελευταίας ανακεφαλαιοποίησης, και φάνηκε να «ξεφτίζει» όσο καθυστερούσε η ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων.

Όπως επισημαίνουν τραπεζικά στελέχη, η δυναμική που μπορεί να δοθεί σε επίπεδο ψυχολογίας και εμπιστοσύνης είναι σημαντική και θα βάλει τις βάσεις για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία και το τραπεζικό σύστημα. Στην κατεύθυνση αυτή, θα διευκολύνει επίσης την πρόσβαση των τραπεζών στη διατραπεζική αγορά και σταδιακά την επάνοδο καταθέσεων.

Όπως έχει επισημάνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, η αξιολόγηση θα συμβάλει στην άρση της αβεβαιότητας, θα βελτιώσει δραστικά το κλίμα εμπιστοσύνης, θα καταστήσει και πάλι τα ελληνικά ομόλογα αποδεκτά από την ΕΚΤ για να χορηγεί ρευστότητα στις εγχώριες τράπεζες, θα ανοίξει τον δρόμο για τη συμμετοχή των κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και θα επιταχύνει τις διαδικασίες για την απόσυρση των κεφαλαιακών περιορισμών.

Ως ένα πρώτο βήμα, οι τράπεζες έχουν ήδη από πέρυσι ζητήσει την απελευθέρωση από περιορισμούς του νέου χρήματος, των κεφαλαίων δηλαδή που προέρχονται από θυρίδες και σεντούκια, τα οποία θα μπορούσαν να επιστρέψουν στο σύστημα με αυτό το κίνητρο, εφόσον παράλληλα έχει εμπεδωθεί ένα κλίμα εμπιστοσύνης.

Το ακριβές όφελος από την επαναφορά του waiver θα αποτιμηθεί με βάση και το haircut που θα επιβληθεί στους ελληνικούς τίτλους, το οποίο προσδοκούν οι τράπεζες να επανέλθει από το 45% στο 15%. Η μεταφορά της χρηματοδότησης από τον ELA -εκτιμάται ότι αρχικώς θα μεταφερθούν περί τα 15 δισ. ευρώ, με κόστος 1,55% στην ΕΚΤ όπου το κόστος είναι 0,15%- θα έχει σημαντικό όφελος, όπως και το κόστος από τις εγγυήσεις του Δημοσίου του Πυλώνα ΙΙ, που συνολικά υπολογίζεται σε 400 εκατ. ευρώ ετησίως. Βελτίωση καταγράφεται και στην αγορά των ομολόγων, με τις αποδόσεις να καταγράφουν υποχώρηση.

Εκδηλώσεις σε Αθήνα και Λονδίνο

Έπειτα από περίπου πέντε μήνες αβεβαιότητας, κατά τους οποίους στους επαφές με επενδυτές οι εκπρόσωποι των ελληνικών τραπεζών έκαναν λόγο για προσδοκία αξιολόγησης, πλέον μπορούν με μεγαλύτερη σιγουριά να αναφερθούν σε πρόοδο και σε τελική ευθεία. Οι εκδηλώσεις σήμερα της Wood στην Αθήνα με τη συμμετοχή μεγάλων επενδυτών, όπως το Wellington και funds του Τζον Πόλσον, αλλά και της Morgan Stanley στο Λονδίνο για Global Emerging Markets, επίσης με μεγάλα ονόματα, θα δώσουν την ευκαιρία στους τραπεζίτες να «περάσουν» ένα βελτιωμένο κλίμα.

Εκτιμήσεις της Morgan Stanley για τη συμμετοχή στο QE

Σύμφωνα με τη Morgan Stanley, το ακριβές timing της αποδοχής των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) θα κρίνει και το ύψος των αγορών που μπορούν να γίνουν πριν το όριο του 33% ανά εκδότη το οποίο έχει θέσει η ΕΚΤ, καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών της Ευρωζώνης έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους ελληνικά ομόλογα.

H Morgan Stanley σε πρόσφατη έκθεσή της εκτιμά ότι η ΕΚΤ κατέχει το 26,9% των ελληνικών ομολόγων που θα μπορούσαν να ενταχθούν στο QE, αφήνοντας χώρο για περίπου 2,9 δισ. ευρώ τίτλων σε ονομαστική αξία. Σταδιακά, λόγω της μικρής διάρκειας των τίτλων που διακρατά η ΕΚΤ, θα γίνονται περισσότερα επιλέξιμα για αγορά, ώστε, αν η αποδοχή της Ελλάδας στο QE γίνει την 1η Οκτωβρίου, η δεξαμενή των 2,9 δισ. ευρώ να αυξηθεί σε 4,2 δισ. ευρώ.

Στην πορεία προς το 2017, όταν τα 4 δισ. ευρώ ομολόγων που λήγουν το 2019 γίνουν μη επιλέξιμα, το όριο θα υποχωρήσει προσωρινά και θα αυξηθεί στη συνέχεια, από το καλοκαίρι.

Εκτίμηση των αναλυτών της Morgan Stanley είναι ότι οι μηνιαίες αγορές θα μπορούσαν να φθάσουν το 1,25 δισ. ευρώ σε ονομαστική βάση.



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα