Χρονιά βελτίωσης σε λειτουργικό επίπεδο αλλά και με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης ήταν το 2004 για τις τράπεζες στην ελληνική αγορά, όπως αναφέρει η Hellastat σε έκθεσή της για τον τραπεζικό κλάδο:
«Με εξαίρεση την Αγροτική και το ΤΤ τα έσοδα από τόκους παρουσίασαν αύξηση κατά 11,2% (έναντι μέσου ρυθμού την τελευταία 3ετία της τάξης του 3,9% ετησίως) και τα συνολικά έσοδα 10% (έναντι μέσου ρυθμού την τελευταία 3ετία της τάξης του 4,2% ετησίως).
Οι χορηγήσεις προς πελάτες ξεπέρασαν τα €126 δισ., αυξημένα κατά 17,6%, συνεχίζοντας με αμείωτη ένταση την τροχιά ανάπτυξης της προηγούμενης διετίας. Τα χαμηλά επιτόκια βοήθησαν την ανάπτυξη της λιανικής τραπεζικής, αυξάνοντας τη ζήτηση για καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια. Σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ, τα καταναλωτικά δάνεια αυξήθηκαν κατά 37,4%, τα στεγαστικά κατά 26,8% και τα δάνεια προς επιχειρήσεις κατά 12,3%.
Ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης των εργασιών, οι συνολικές χορηγήσεις ανήρθαν στο 72% του ενεργητικού των τραπεζών το 2004 έναντι 66,7% το 2003 και 63,3% το 2002. Αντίστοιχα, η μικτή αξία των χορηγήσεων πελατών (πριν τις προβλέψεις για επισφάλειες) διαμορφώθηκε στο 66,4% επί των καταθέσεων έναντι 62,2% το 2003 και 56% το 2002, με την Εθνική να είναι η μόνη τράπεζα της πρώτης πεντάδας –βάσει ενεργητικού- με σημαντικά χαμηλότερο δείκτη, άρα και σε ευνοϊκότερη θέση από την άποψη της διαθέσιμης ρευστότητας για χρηματοδότηση της ανάπτυξης της.
Το 2004 συνεχίστηκαν οι προσπάθειες περιστολής των δαπανών, με έμφαση στη μείωση του προσωπικού μέσω προγραμμάτων εθελούσιας εξόδου.
Στην πρώτη 5άδα –και με εξαίρεση την Αγροτική- καταγράφεται βελτίωση στους δείκτες των εσόδων ανά κατάστημα και ανά εργαζόμενο, με την EFG Eurobank να πετυχαίνει αύξηση κατά 25% και 25,7% αντίστοιχα και την Alpha Bank να ακολουθεί με επιδόσεις 15% και 13,7% αντίστοιχα. Η EFG πετυχαίνει τους υψηλότερους δείκτες παραγωγικότητας μεταξύ των εισηγμένων στο ΧΑ τραπεζών, δημιουργώντας €6,7 εκ. (€5,13 εκ. το 2002) από κάθε κατάστημα και €296 χιλ. (€227 χιλ. το 2002) από κάθε εργαζόμενο. Οι αντίστοιχες επιδόσεις των εισηγμένων στο ΧΑ τραπεζών εκτιμώνται κατά μέσο όρο στα €2,9 εκ. ανά κατάστημα και €145 χιλ. ανά εργαζόμενο.
Τα γενικά έξοδα αυξήθηκαν κατά 7,8%, επίπεδα χαμηλότερα σε σύγκριση με τον ρυθμό ανάπτυξης των συνολικών εσόδων. Ο δείκτης των λειτουργικών εξόδων προς τα καθαρά έσοδα τόκων μειώθηκε στο 70% για την Εθνική (από 75,7% το 2003), στο 63,5% για την Alpha (από 70,9%), στο 48,6% για την EFG (από 53,2%) και στο 80,5% για την Πειραιώς (από 82,8%), μεταξύ των μεγαλύτερων τραπεζών.
Σημαντική βελτίωση κατέγραψαν οι εισηγμένες στο ΧΑ τράπεζες στο πρώτο εξάμηνο του 2005, βάσει των ελεγμένων από ορκωτούς ελεγκτές οικονομικών καταστάσεων (ΔΠΧΠ), όπου το σύνολο των εσόδων εμφάνισε σε ενοποιημένη βάση αύξηση κατά 17%. Η καλή πορεία των μεγεθών συνεχίστηκε και στο πρώτο εννεάμηνο του 2005, με τα ενοποιημένα κέρδη να απογειώνονται κατά 73,6%, οδηγούμενα από την Εθνική (+91,7%, στα € 564,24 εκ.), την Eurobank (+51,2%, στα € 390 εκ.) και την Κύπρου (+53,3%, στα € 88,59 εκ.).
Οι προσδοκίες της αγοράς για το μέλλον παραμένουν θετικές, προσδοκώντας κατά κύριο λόγο στην εκτός των συνόρων επέκταση, με έμφαση στις αγορές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Στην εσωτερική αγορά εκτιμάται ότι υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω ανάπτυξης της καταναλωτικής πίστης, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος τους σε σύγκριση με το ΑΕΠ αλλά και το μέγεθος της παραοικονομίας, ωστόσο σταδιακά προσεγγίζονται τα ανώτατα όρια. Παράλληλα με την λιανική τραπεζική, σκληρή μάχη δίνουν οι τραπεζίτες στον τομέα χρηματοδότησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες στην συντριπτική πλειοψηφία τους παραμένουν εκτός τραπεζικού συστήματος.
Ωστόσο, οι προειδοποιήσεις της ΤτΕ για περιορισμό της καταναλωτικής πίστης αλλά και οι προσδοκίες για άνοδο των επιτοκίων, σε συνδυασμό με την ανάγκη διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου που συνεπάγεται προβλέψεις για επισφάλειες και υγιείς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σταδιακά σε μικρότερους ρυθμούς ανάπτυξης».