Υπό τις προϋποθέσεις ότι θα επιτευχθούν οι συμφωνηθέντες δημοσιονομικοί στόχοι και θα διατηρηθεί η μακροοικονομική σταθερότητα, θα είναι εφικτή η διακοπή του προγράμματος από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), σύμφωνα με την τελευταία ανάλυση της Διεύθυνσης Τρέχουσας Οικονομικής Ανάλυσης & Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank.
Σύμφωνα με τη νέα έκδοση του περιοδικού δελτίου Greece Macro Monitor με τίτλο «Πόσο εφικτό είναι για την Ελλάδα να διακόψει το πρόγραμμα χρηματοδότησης από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο», την οποία επιμελήθηκε ο Δρ. Πλάτων Μονοκρούσος, επικεφαλής της Διεύθυνσης της Eurobank, υπό το πρίσμα των πρόσφατων επίσημων δηλώσεων για το ενδεχόμενο πρόωρης απεμπλοκής της Ελλάδας από το πρόγραμμα χρηματοδότησης του ΔΝΤ, η παρούσα έκθεση αξιολογεί τον βαθμό στον οποίο ένα τέτοιο εγχείρημα θα ήταν εφικτό, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την προβλεπόμενη εξέλιξη των χρηματοδοτικών αναγκών της Γενικής Κυβέρνησης σε βραχυ-μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Η ανάλυση παρουσιάζει αναθεωρημένες εκτιμήσεις για την εξέλιξη των αναγκών αυτών σε συνδυασμό με μια πρώτη αξιολόγηση των θετικών επιπτώσεων ενός νέου πακέτου ελάφρυνσης χρέους καθώς και μιας σειράς δυνητικών στρατηγικών αξιοποίησης εσωτερικών πηγών ρευστότητας.
Οι βασικές επισημάνσεις και εκτιμήσεις της έκθεσης είναι οι ακόλουθες:
Η τελευταία αναθεώρηση του μακροοικονομικού σεναρίου της τρόικας για το πρόγραμμα της Ελλάδας προβλέπει χρηματοδοτικό κενό περίπου 12,5 δισ. ευρώ την περίοδο 2015-2016. Το μέγεθος αυτό υποθέτει τη δημιουργία επιπλέον αποθέματος ρευστότητας ύψους 2 δισ. ευρώ. Αποτελεί δε ακαθάριστο ποσό το οποίο δε συνυπολογίζει μελλοντικές εκδόσεις κυβερνητικών ομολόγων (παρά μόνο άντληση 3 δισ. ευρώ από τις αγορές το 2014) ή/και τη δυνητική χρήση σειράς άλλων πηγών ρευστότητας.
Μεταξύ άλλων, οι ανωτέρω πηγές συμπεριλαμβάνουν: α) Το αδιάθετο απόθεμα του Ελληνικού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας μετά την ολοκλήρωση των πανευρωπαϊκών στρες τέστ στα τέλη Οκτωβρίου. Το τρέχον απόθεμα του Ταμείου υπολογίζεται σε περίπου 11,4 δισ. ευρώ. β) Βραχυπρόθεσμος δανεισμός από φορείς του Δημοσίου, όπου σύμφωνα με κάποια δημοσιεύματα θα μπορούσε να υπερβεί τα 6 δισ. ευρώ. γ) Χρήση αδρανών πόρων που είναι διαθέσιμοι σε φορείς του Δημοσίου. δ) Άλλες πηγές.
Επίσης, σημειώνεται ότι από την αρχή του έτους η Ελληνική Δημοκρατία έχει ήδη: α) αντλήσει 4,5 δισ. ευρώ από τις διεθνείς αγορές μέσω της έκδοσης 3ετών και 5ετών κυβερνητικών ομολόγων, και β) έχει ανταλλάξει έντοκα γραμμάτια ονομαστικής αξίας 1,5 δισ. ευρώ με ομόλογα σταθερού επιτοκίου διάρκειας 3 και 5 ετών. Προτίθεται δε να προχωρήσει έως το τέλος του έτους με έκδοση 7ετών κυβερνητικών ομολόγων σταθερού επιτοκίου και εντόκων γραμματίων διάρκειας 18 μηνών. Κρίνοντας από τις παρούσες συνθήκες στις διεθνείς αγορές, οι εκδόσεις αυτές αναμένεται να είναι επιτυχείς.
Οι ανωτέρω στρατηγικές, σε συνδυασμό με α) τη χορήγηση ενός νέου πακέτου ελάφρυνσης χρέους από τους διεθνείς δανειστές (που εκτός από τη μείωση του δημοσίου χρέους σε όρους ονομαστικής και καθαρής τρέχουσας αξίας θα περιορίσουν επίσης τις χρηματοδοτικές ανάγκες της Γενικής Κυβέρνησης) και β) νέες εκδόσεις κυβερνητικών ομολόγων (μέσης ετήσιας ονομαστικής αξίας περίπου 5,5-6 δισ. ευρώ), θα μπορούσαν να διασφαλίσουν πλήρη κάλυψη των όποιων χρηματοδοτικών κενών προβλέπονται για τα επόμενα 6-7 έτη, καθιστώντας μη αναγκαίο ένα νέο πρόγραμμα χρηματοδότησης από τον επίσημο τομέα.
Υπό προϋποθέσεις, θα εξασφάλιζαν επίσης την εξεύρεση πόρων για την κάλυψη του επιπλέον χρηματοδοτικού κενού που θα προέκυπτε από μια πρόωρη διακοπή του χρηματοδοτικού προγράμματος του ΔΝΤ. Το εν λόγω κενό υπολογίζεται σε 12,5 δισ. ευρώ, υπό την προϋπόθεση ότι η τελευταία δόση του Ταμείου (ύψους 3,5 δισ. ευρώ) θα εκταμιευθεί μετά την ολοκλήρωση της νέας επισκόπησης του ελληνικού προγράμματος από την τρόικα.
Τονίζεται ότι οι ανωτέρω εκτιμήσεις βασίζονται στην προϋπόθεση επίτευξης των συμφωνηθέντων δημοσιονομικών στόχων και των στόχων του προγράμματος διαχείρισης της δημόσιας περιουσίας καθώς και τη διατήρηση συνθηκών μακροοικονομικής σταθερότητας στη χώρα.
Σε πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα, οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Γενικής Κυβέρνησης προβλέπεται να αυξηθούν σημαντικά μετά το 2022-2023. Το πρόβλημα αυτό αναμένεται να αντιμετωπιστεί στο πλαίσιο ενός νέου πακέτου ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους από τους επίσημους δανειστές, καταλήγει η Eurobank.