Το «στοίχημα» των 16 δισ. ευρώ για τις ελληνικές εξαγωγές

Πώς η Ελλάδα θα μπορούσε να έχει πολλαπλάσια οικονομικά οφέλη από τη διάθεση προϊόντων και υπηρεσιών στις διεθνείς αγορές
Σάββατο, 14 Ιουνίου 2014 07:00
REUTERS/JOHN KOLESIDIS

Στην Ελλάδα παρατηρείται η χαμηλότερη αναλογία εξαγωγών ως προς το ΑΕΠ μεταξύ των χωρών της Ε.Ε., γεγονός που επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο κατά τη διάρκεια της κρίσης.

Αναδημοσίευση από τη «Ναυτεμπορική»

Πολύ πίσω βρίσκεται η Ελλάδα όσον αφορά τις επιδόσεις της στις εξαγωγές, αποτελώντας επί μακρόν τη χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης με τη χαμηλότερη αναλογία εξαγωγών ως προς το ΑΕΠ, γεγονός που επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο κατά τη διάρκεια της κρίσης.

Την ίδια στιγμή, όμως, η Ελλάδα θα μπορούσε να απολαμβάνει επιπλέον εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών αξίας έως και 16 δισ. ευρώ, όπως διαπιστώνει έκθεση της Κομισιόν με τίτλο «Το παζλ των χαμένων εξαγωγών».

Οι προοπτικές για τις ελληνικές εξαγωγές είναι τεράστιες. Η Ελλάδα ελέγχει το 16% της παγκόσμιας ναυτιλίας. Ταυτόχρονα βρίσκεται σε εξαιρετική γεωγραφική θέση: είναι στο μέσο μιας από τις πλέον κρίσιμες ναυτιλιακές γραμμές (διαμέσω του Σουέζ μετακινούνται εμπορεύματα προς την Ευρώπη), ενώ ούσα το σταυροδρόμι τριών ηπείρων αποτελεί τη φυσική πύλη εμπορίου μεταξύ Ασίας και Κεντρικής Ευρώπης.

Παρ’ όλα αυτά, οι εξαγωγικές επιδόσεις είναι πενιχρές, σημειώνεται στην έκθεση. Από τα μοντέλα που αναλύονται στην έρευνα προκύπτει ότι οι εξαγωγές προστιθέμενης αξίας είναι 33% χαμηλότερες σε όλο το διάστημα από το 1995 έως το 2009. Με αυτές τις επιδόσεις η χώρα κατατάσσεται μόλις 31η από τις 39 που εξετάστηκαν.

Αυτό είναι το «παζλ των χαμένων εξαγωγών», σύμφωνα με την έκθεση, η οποία εξετάζει τα διεθνή εμπορικά μοτίβα λαμβάνοντας μεταξύ άλλων υπόψη το ελληνικό ΑΕΠ, το μέγεθος των εμπορικών εταίρων της χώρας, καθώς και τις γεωγραφικές αποστάσεις.

Οριακή ανάκαμψη

Η Ελλάδα παραμένει η πιο κλειστή οικονομία στην Ε.Ε., γεγονός παράδοξο με βάση το μέγεθός της, δεδομένου ότι μικρές οικονομίες τείνουν να είναι περισσότερο «ανοικτές».

Γενικότερα, η Ελλάδα έχει ιστορικό ρεκόρ παρατεταμένων εμπορικών ελλειμμάτων και περιορισμένου ανοίγματος των αγορών της. Επίσης, παρουσίασε αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο της τάξης του 10% του ΑΕΠ την περίοδο από το 1995 έως τα τέλη της δεκαετίας του 2000, για να κορυφωθεί στο 14,5% το 2008. Επιπλέον, οι εξαγωγές της επιδεινώθηκαν σημαντικά από τη διεθνή κρίση.

Σε αντίθεση, όμως, με άλλες χώρες που μπήκαν σε πρόγραμμα διάσωσης και σε μια τριετία κάλυψαν τις απώλειες, η Ελλάδα ανέκαμψε οριακά μόνο, παρά το γεγονός ότι μειώθηκε το εργασιακό κόστος κατά 13,3% την περίοδο 2009-2013.

Η πτωτική πορεία της εξαγωγικής δραστηριότητας της Ελλάδας ήταν αντίστοιχη με αυτή της Ιταλίας έως το 2009 και επιδεινώθηκε περαιτέρω έως το 2013, οπότε υπήρξε μία μικρή βελτίωση. Από τις υπόλοιπες οικονομίες, συγκριτικά η Πορτογαλία κατάφερε να ανακάμψει όσον αφορά τις εξαγωγικές δραστηριότητές της το 2005, καλύπτοντας τις απώλειες της δεκαετίας του 2000, ενώ αξιοσημείωτη βελτίωση παρουσίασε και η εξαγωγική δραστηριότητα σε Βουλγαρία, Ρουμανία και Τουρκία.

Χάσμα στην ανταγωνιστικότητα

Με βάση το μοντέλο ανάλυσης οι εξαγωγές είναι 32,6% χαμηλότερες από αυτές που θα μπορούσαν να είναι εάν δεν υπήρχαν οι στρεβλώσεις. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι αν υπολογιστεί η αξία των εξαγωγών του 2013 (συνολικά 27,5 δισ. ευρώ σε υπηρεσίες και 22,5 δισ. σε προϊόντα ή συνολικά 50 δισ. ευρώ) η χώρα θα έπρεπε να είχε 16 δισ. ευρώ επιπλέον έσοδα.

Και εδώ ακριβώς προκύπτει το ερώτημα γιατί η Ελλάδα είναι μια τόσο κλειστή οικονομία και γιατί οι επιδόσεις της χώρας στις εξαγωγές είναι τόσο ισχνές, σύμφωνα με τη μελέτη.

Ένα μεγάλο μέρος των αδύναμων επιδόσεων οφείλεται στη χαμηλή ποιότητα των θεσμών της χώρας. Υπολογίζεται πως η εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση του θεσμικού πλαισίου θα μπορούσε να μειώσει κατά 54%-78% το κενό ανταγωνιστικότητας στις ελληνικές εξαγωγές.

Σημειώνεται ότι το χάσμα στην ανταγωνιστικότητα ουσιαστικά παραμένει από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, αν και επιδεινώθηκε περαιτέρω λόγω της κρίσης.

Η μελέτη της Κομισιόν θεωρεί πως η Ελλάδα έχει ήδη πετύχει τεράστιες βελτιώσεις στην ανταγωνιστικότητα του κόστους από τότε που ξεκίνησε το πρόγραμμα προσαρμογής, ωστόσο οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να αντιμετωπίζουν και παράγοντες εκτός κόστους στην ανταγωνιστικότητα, όπως είναι τα υποβόσκοντα θεσμικά ελλείμματα, προκειμένου να «ξεκλειδωθεί» η προοπτική ανάπτυξης των ελληνικών εξαγωγών.

Πλεονεκτήματα και σημεία υστέρησης

Σύμφωνα με την Κομισιόν, υπάρχει σειρά θεμάτων που χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης. Από τις μετρήσεις βρέθηκε ότι οι τομείς της διεθνούς ναυτιλίας, του τουρισμού και της γεωργίας της Ελλάδας έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα, ενώ αντιθέτως η χώρα υστερεί στον τομέα της μεταποίησης και του εξοπλισμού ηλεκτρικής ενέργειας.

Αυτό δημιουργεί ερωτήματα ως προς το σχεδιασμό μιας στρατηγικής ανάπτυξης. Θα πρέπει η Ελλάδα να επικεντρώσει τις προσπάθειές της στην ενίσχυση και επέκταση του υφιστάμενου ανταγωνιστικού της πλεονεκτήματος ή μήπως θα πρέπει να επικεντρωθεί στους τομείς που υστερούν, διαφοροποιώντας έτσι την οικονομία της και πιθανότατα να επωφεληθεί από τα κέρδη της ταχείας μεταρρύθμισης και τους «καρπούς που κρέμονται χαμηλά»;

Το δεύτερο ερώτημα αφορά τις «ενέργειες πολιτικής» και το ποιοι θεσμοί ακριβώς είναι βασικοί για την ανάπτυξη των εξαγωγών. Ενα ακόμη βασικό ερώτημα έχει να κάνει με το πόσο γρήγορα μπορεί η Ελλάδα να αντιμετωπίσει τα θεσμικά της ελλείμματα και πόσο γρήγορα οι μεταρρυθμίσεις θα «μεταφραστούν» σε πραγματική αλλαγή.

Βραχυπρόθεσμα, κυκλικοί παράγοντες, όπως η αυξημένη οικονομική αβεβαιότητα και η περιορισμένη εμπορική πίστωση κατά τη διάρκεια της κρίσης, έπληξαν τις ελληνικές εξαγωγές. Αυτοί οι προσωρινοί παράγοντες μπορεί να καθυστέρησαν την αναβίωση της ελληνικής εξαγωγικής βιομηχανίας, κάτι που υποδηλώνει ότι όταν αναστραφεί ο κύκλος, μπορεί να γίνει ορατή μια ισχυρότερη ανάκαμψη των εξαγωγών, η οποία θα αντανακλά με μεγαλύτερη σαφήνεια τις μεταρρυθμίσεις που έχουν εφαρμοστεί.

Με βάση δε τη μελέτη, το 2014 έχουν εφαρμοστεί περαιτέρω μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα βελτιώσουν ακόμα περισσότερο τη θέση της χώρας.

Ομως, αυτά τα ενθαρρυντικά βήματα πρέπει να συνοδευτούν με περαιτέρω δράσεις πολιτικής, ενώ οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μπορούν να αποφέρουν σημαντικά μακροπρόθεσμα οφέλη, σε ό,τι αφορά το άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών για τους Ελληνες εξαγωγείς.



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα