Από έντονη κινητικότητα, τόσο σε ίδρυση νέων μονάδων, όσο και σε κυκλοφορία νέων προϊόντων και συσκευασιών, χαρακτηρίζεται ο τομέας της μικροζυθοποιίας, σύμφωνα με τα αποτελέσματα πρόσφατης μελέτης της Infobank Hellastat.
Ενδεικτικό είναι ότι την τρέχουσα περίοδο λειτουργούν 15 εταιρείες, με τις περισσότερες να δραστηριοποιούνται και να κάνουν αισθητή την παρουσία τους σε τοπικές και περιφερειακές αγορές (Ρόδος, Κέρκυρα, Άργος, Σαντορίνη, Εύβοια, Κρήτη) και τον αριθμό τους να έχει ήδη αυξηθεί σημαντικά, ειδικά την τελευταία πενταετία.
Σύμφωνα με την Infobank Hellastat, οι μονάδες αυτές εστιάζουν στην παραγωγή ποιοτικών προϊόντων (φρέσκες, μη παστεριωμένες μπύρες περιορισμένης διάρκειας ζωής) με παραδοσιακές μεθόδους, επωφελούμενες από τη σταδιακή στροφή των καταναλωτών στις εγχώριες μπύρες, εις βάρος των εισαγόμενων εμπορικών σημάτων (τα οποία εξακολουθούν να κατέχουν τα μεγαλύτερα μερίδια, αν και σημαντικά μειωμένα από προηγούμενα έτη). Οι περισσότερες διακινούν ιδιαίτερα περιορισμένες ποσότητες (ακόμα και κάτω από 1.000 εκατόλιτρα το έτος), λόγω της χαμηλής δυναμικότητας παραγωγής και της μικρής ακόμα περιόδου λειτουργίας τους.
Μάλιστα, αρκετές μικροζυθοποιίες υλοποιούν - ή σχεδιάζουν να υλοποιήσουν - επενδύσεις αναβάθμισης ή επέκτασης του εξοπλισμού τους ώστε να αυξήσουν τη δυναμικότητά τους και να ικανοποιήσουν μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης για ποιοτική, ελληνική μπύρα.
Έτσι, σύμφωνα με την έρευνα, το 2013 σχεδόν όλες οι εταιρείες αύξησαν σημαντικά τους όγκους παραγωγής τους, με τη συνολική ποσότητα να προσεγγίζει τα 75.000 εκατόλιτρα, από 68.400 εκατόλιτρα το προηγούμενο έτος. Η ποσότητα αυτή καταλαμβάνει περίπου μόλις το 2% της συνολικής ποσότητας μπύρας που διακινήθηκε στη χώρα.
Ενδεικτική, εξάλλου, της δυναμικής που παρουσιάζει ο τομέας της μικροζυθοποιίας, αποτελεί η πρόσφατη ανακοίνωση της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας σχετικά με την πρόθεσή της να εισέλθει στην παραγωγή μικρής κλίμακας.
Ωστόσο, όπως επισημαίνεται στη μελέτη, ο κλάδος δεν στερείται προβλημάτων, όπως υποδεικνύει η παύση λειτουργίας της Craft και της Μεσσηνιακής Μικροζυθοποιίας λόγω χαμηλής ρευστότητας. Επιπλέον, σημαντική επιβάρυνση προκαλούν οι πρώτες ύλες, σημαντικές ποσότητες των οποίων είναι εισαγόμενες.