Αναδημοσίευση από τη «Ναυτεμπορική».
Η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την πορεία του ελληνικού προγράμματος, η οποία δημοσιοποιήθηκε την εβδομάδα που πέρασε, άφησε για πρώτη φορά ανοιχτό ένα «παράθυρο» για μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης φυσικών και νομικών προσώπων, με μείωση των φορολογικών συντελεστών και πιθανή αναθεώρηση του καθεστώτος ΦΠΑ.
Δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο ότι η συζήτηση περί πιθανής μείωσης των φορολογικών συντελεστών ανοίγει μεσούσης της προεκλογικής περιόδου και όχι μόνο από την ελληνική κυβέρνηση αλλά και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Προφανώς το όλο θέμα συνδέεται με την επίκαιρη επισημοποίηση από την πλευρά της Eurostat του ελληνικού δημοσιονομικού πλεονάσματος αλλά είναι σαφές ότι η έμφαση που αποδίδεται τώρα σε επιλογές φορολογικής ελάφρυνσης έρχεται να προσθέσει ένα ακόμη θεαματικό στοιχείο στην εικόνα βελτίωσης της οικονομίας.
Η διαπίστωση αυτή μπορεί να έχει διπλή ανάγνωση. Η πρώτη έχει να κάνει με την πιθανή προσπάθεια ωραιοποίησης των συνθηκών και το πόσο προβληματική θα μπορούσε να αποδειχτεί αυτή στο βαθμό που η σχηματιζόμενη τεχνητή εικόνα αφίσταται αισθητά της πραγματικότητας. Η δεύτερη ανάγνωση, ωστόσο, αποκαλύπτει ότι η αναφορά που γίνεται σε πιθανές ελαφρύνσεις δεν είχε αποτολμηθεί να γίνει στο πρόσφατο παρελθόν -ακόμη και με δεδομένη την πολιτική βούληση να ανακοινωθούν ευχάριστα νέα- και αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί από μόνο του στοιχείο επιβεβαίωσης των συνθηκών δημοσιονομικής βελτίωσης.
Σε κάθε περίπτωση, η προοπτική μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης επιχειρήσεων και καταναλωτών δεν πρέπει να εξαντληθεί στη χρήση της ως δομικό υλικό του προεκλογικού σκηνικού. Αντιθέτως πρέπει να αποτελέσει την κορυφαία επιδίωξη της κυβερνητικής πολιτικής ώστε επάνω της να στηριχθεί η διαδικασία της ανάκαμψης που θα αποφέρει περισσότερα δημοσιονομικά έσοδα από υγιή διεύρυνση της φορολογικής βάσης μέσω αύξησης του ατομικού και του εθνικού εισοδήματος και όχι από υπεράντληση εσόδων προερχόμενα από πηγές που δείχνουν να είναι προ καιρού εξαντλημένες.
Οι φορολογικές ελαφρύνσεις οφείλουν να αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο οποιουδήποτε σχεδίου τεθεί σε εφαρμογή για την ανάκαμψη της οικονομίας. Προφανώς δεν μπορεί να επιδιώκεται ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, προσέλκυση επενδύσεων χωρίς ευνοϊκότερο φορολογικό καθεστώς. Ταυτόχρονα δεν μπορεί να αναμένεται αναθέρμανση της εσωτερικής ζήτησης που θα στηρίξει την ανάπτυξη χωρίς αποκατάσταση του φορολογικού τοπίου με τη σταδιακή απόσυρση των πολιτικών υπερφορολόγησης των Ελλήνων πολιτών που απορροφά συνεχώς τη ρευστότητα και έχει εξαντλήσει κάθε αγοραστική ικανότητα του εγχώριου καταναλωτή. Το αναπτυξιακό αυτό στοίχημα δεν μπορεί να είναι μόνο προεκλογικό, πρέπει να είναι διαρκές.
ΝΙΚΟΣ ΦΡΑΝΤΖΗΣ - [email protected]