Στην επικείμενη επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές αναφέρεται δημοσίευμα στην ηλεκτρονική έκδοση της Wall Street Journal, με τίτλο «η Ελλάδα πλησιέστερα στην "ανάσταση" των αγορών ομολόγων».
Η εφημερίδα επισημαίνει, ότι δύο χρόνια πριν η Ελλάδα αναγκάστηκε να προχωρήσει σε αναδιάρθρωση του χρέους της για να αποφύγει την χρεοκοπία. Σήμερα, όμως, είναι έτοιμη να επιστρέψει στις αγορές ομολόγων, γεγονός που επιβεβαίωσε και ο υπουργός Οικονομικών Γ. Στουρνάρας μιλώντας για έκδοση του πρώτου μακροπρόθεσμου ομολόγου μέχρι τον Ιούνιο. Μερικοί αναλυτές, ωστόσο, θέλουν αυτή τη συμφωνία να πραγματοποιείται νωρίτερα, όπως οι στρατηγικοί αναλυτές της Commerzbank.
Αναφερόμενοι στην πιθανή αναβάθμιση της χώρας από τον οίκο Moody’s που αναμενόταν (αλλά αναβλήθηκε) την Παρασκευή, οι τελευταίοι επισημαίνουν ότι το παραπάνω ενδεχόμενο «θα ήταν αυτό που χρειαζόταν ώστε η Ελλάδα να εισέλθει στην πρωτογενή αγορά τις επόμενες βδομάδες, πιθανότατα και μέσα στην ερχόμενη βδομάδα».
Όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, οποιαδήποτε συμφωνία θα υπογράμμιζε τη λεγόμενη «αξιοσημείωτη αναστροφή της ελληνικής οικονομίας», μιας οικονομίας για την οποία πολλοί μοιρολάτρες προέβλεπαν ότι θα εξερχόταν της Ευρωζώνης καθώς αγωνιζόταν σκληρά να ανταπεξέλθει του υπέρογκου χρέους της.
Παρ’ όλα αυτά, η σχεδιαζόμενη πώληση ομολόγου πιθανότατα θα είναι καλοδεχούμενη, μετά τις τελευταίες χαμηλές αποδόσεις του δεκαετούς ομολόγου που καταγράφηκαν την προηγούμενη βδομάδα, ως οι χαμηλότερες από το 2010, σχολιάζει ο αρθρογράφος της WSJ.
«Δεν θεωρούμε ότι είναι πρόωρη και βιαστική μια επιστροφή της χώρας στις αγορές, καθώς αναμένεται ότι η έκδοση ομολόγου, στη σωστή τιμή και υπό λογικές παραχωρήσεις, θα πάει καλά», ανέφεραν στους πελάτες τους οι αναλυτές της Morgan Stanley την Πέμπτη, με τις αποδόσεις του επικείμενου πενταετούς ομολόγου να προβλέπονται στο 5,3% περίπου.
Από την άλλη, ο διαχειριστής κεφαλαίων Μάρτιν Χάρβεϊ, της βρετανικής Threadneedle Investments, επισημαίνει ότι «είναι πολύ δύσκολο να επιχειρηματολογήσει κανείς περί βιωσιμότητας των επιπέδων του ελληνικού χρέους, ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος του χρέους οφείλεται σε πηγές με μακρές ημερομηνίες λήξης και αξιοσημείωτες περιόδους πληρωμής. Επομένως, η έκδοση ενός βραχυπρόθεσμου ομολόγου θεωρείται, εύλογα, μια καλή επένδυση, ωστόσο πρέπει να μη ξεχνάμε και το τι συμβαίνει με τα μακροπρόθεσμα».
Πηγή: ΑΜΠΕ