Αναδημοσίευση από τη «Ναυτεμπορική».
Στο προσκήνιο έρχεται και πάλι το θέμα της αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων. Πρόκειται για την πολλοστή φορά που τα τελευταία χρόνια -τα χρόνια της κρίσης- έρχεται στο προσκήνιο το θέμα.
Την τελευταία τετραετία το συγκεκριμένο ζήτημα προχώρησε πολύ αργά και πραγματικά το γεγονός ότι έφτασε πλέον στη νομοθετική πράξη, είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Μένει βέβαια και η εφαρμογή του.
Μέχρι το τέλος του μήνα θα κατατεθεί και το σχετικό νομοσχέδιο που αφορά ειδικότερα τις αξιολογήσεις των διευθυντών. Οπως γίνεται κατανοητό, η αξιολόγηση των διευθυντών είναι ζωτικής σημασίας για να πετύχει οποιοδήποτε ανάλογο εγχείρημα.
Στο πλαίσιο της ευρύτερης αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων, η προσωπική συνέντευξη έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, πέρα από τα όποια τυπικά προσόντα.
Η πρόβλεψη της συνέντευξης αποτελεί, σύμφωνα με μια μεγάλη μερίδα πολιτών, την «κερκόπορτα» για διαδικασία πολιτικής συνδιαλλαγής. Εχοντας κανείς γνώση της ελληνικής πραγματικότητας, θα βιαστεί να δηλώσει ότι πράγματι έτσι είναι τα πράγματα.
Και μπορεί όντως έτσι να είναι και η συνέντευξη να αποτελεί ένα πρόσχημα. Εκτιμώ ωστόσο ότι δεν θα έπρεπε να σχεδιάζεται με αυτή τη λογική η λειτουργία του κράτους.
Οταν σχεδιάζεις ένα αεροπλάνο, το σχεδιάζεις με βασικό στόχο να πετάει. Βάζεις λοιπόν τα καθίσματα με τον τρόπο που πρέπει και όχι ανάλογα με το ποιος θα καθίσει σε αυτά. Αυτός ο έλεγχος γίνεται μετά.
Πέρα από την πιθανότητα της εφαρμογής ή μη του νομοθετήματος, των ενστάσεων που θα ακουστούν και των εμποδίων που θα εγερθούν -παραδοσιακά συμβαίνει αυτό όταν κάτι αλλάζει-, θα πρέπει κανείς να σταθεί με περισυλλογή απέναντι στα πράγματα.
Το ζητούμενο στην υπόθεση δεν είναι αν πρέπει ή δεν πρέπει να γίνει αξιολόγηση. Πρέπει, αυτό είναι δεδομένο, και ο σχεδιασμός πρέπει να γίνει βάσει μιας «ομαλής λειτουργίας».
Αν υποθέσουμε ότι έπρεπε να γίνει αξιολόγηση σε μια ιδιωτική εταιρεία, τα τυπικά προσόντα θα ήταν απαραίτητα -όπως πρέπει να είναι και στο Δημόσιο-, αλλά δεν θα αρκούσαν μόνο αυτά. Θα έπρεπε να έχει ο υπάλληλος και άλλες ποιότητες προκειμένου να τοποθετηθεί στη θέση του διευθυντή και η συνέντευξη θα ήταν απαραίτητη.
Αν οι πολιτικοί δεν ανεχθούν «πολιτικό παιχνίδι», δεν θα υπάρξει συνδιαλλαγή. Αν οι πολίτες, από την άλλη, διαπιστώσουν ότι έγινε πολιτικό παιχνίδι θα πρέπει να καταδικάσουν αυτόν που το έκανε.
Στο πλαίσιο αυτό, και αν θέλουμε να αποφύγουμε τη συνδιαλλαγή, θα πρέπει να εστιάσουμε αλλού. Νομίζω ότι χρειάζεται συνολικά αλλαγή νοοτροπίας και όχι προσαρμογή πλαισίου λειτουργίας, σε μια λογική του «όλοι κλέφτες είναι». Ακόμα κι αν αυτό συμβαίνει.
ΣΤΕΛΙΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ - [email protected]