Μετά τη χρεοκοπία της Lehman Βrothers, το 2008, οι πολιτικοί διεθνώς εμφανίστηκαν αποφασισμένοι να τιθασεύσουν τις χρηματαγορές. Αρκούν όμως σήμερα τα μέτρα που έλαβαν για να μας προστατεύσουν, διερωτάται η Deutsche Welle σε σημερινό δημοσίευμά της.
Για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα ο διεθνής χρηματοπιστωτικός τομέας ήταν το χαϊδεμένο παιδί της παγκόσμιας κοινότητας. Με ελάχιστα ίδια κεφάλαια επενδυτικές τράπεζες μπορούσαν να συμμετάσχουν σε ένα μεγάλο «φαγοπότι», το οποίο όπως αποδείχθηκε αργότερα ξεπερνούσε κατά πολύ τις δυνατότητες τους.
Σήμερα έξι χρόνια μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης τα υπερβολικά περιορισμένα ίδια κεφάλαια θεωρούνται η πηγή του κακού. Η Επιτροπή της Βασιλείας για την εποπτεία των τραπεζών ανέλαβε το δύσκολο έργο της θέσπισης νέων κανόνων για το ύψος ιδίων κεφαλαίων. Μέχρι το 2019, οι μικρές και μεσαίες τράπεζες είναι υποχρεωμένες να διαθέτουν ως ίδια κεφάλαια το 7% της αξίας των ριψοκίνδυνων επενδύσεων, ενώ οι μεγαλύτερες έως και το 10,5%. Επιπλέον, οι τράπεζες υποχρεούνται να χρηματοδοτούν με δικά τους κεφάλαια τουλάχιστον το 3% των συνολικών επενδύσεών τους.
«Τα αποτελέσματα είναι πενιχρά»
Σε σύγκριση με την περίοδο πριν την κρίση, οι νέοι κανόνες συνεπάγονται τριπλασιασμό, αλλά «αν αναλογιστεί κανείς ότι πριν το 2009 τα ίδια κεφάλαια ήταν σχεδόν μηδενικά τότε το αποτέλεσμα είναι πενιχρό», λέει στην DW ο Μάρτιν Χέλβιγκ διευθυντής του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ για την έρευνα Κοινωνικών Αγαθών.
Ο διακεκριμένος οικονομολόγος ανήκει στους αυστηρότερους επικριτές των τραπεζών στη Γερμανία. Ζητά για παράδειγμα από τις τράπεζες να διαθέτουν ίδια κεφάλαια σε ποσοστό 20 με 30% επί του συνόλου των επενδύσεών τους. Το ίδιο ποσοστό που ζητούν οι τράπεζες από εταιρίες πωλήσεων ακινήτων ή αμοιβαία κεφάλαια.
Από την πλευρά τους οι τράπεζες απαντούν ότι υψηλότερα ίδια κεφάλαια οδηγούν σε δραστικούς περιορισμούς στη χορήγηση πιστώσεων. Πολλοί οικονομολόγοι απορρίπτουν ωστόσο την επιχειρηματολογία αυτή και αναφέρουν ως παράδειγμα μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες, των οποίων οι χορηγούμενες πιστώσεις αποτελούν λιγότερο από το 50% των συνολικών επενδύσεών τους. Την μερίδα του λέοντος έχουν παράγωγα και αξιόγραφα. Έτσι, η Deutsche Bank διαθέτει μόλις 400 εκατ. ευρώ σε πιστώσεις επιχειρήσεων επί συνόλου επενδύσεων 2 τρισ. ευρώ.
Επαρκούν ή όχι τα μέτρα;
Γεγονός είναι πάντως ότι οι πολιτικοί διεθνώς δεν έμειναν άπραγοι. Το αντίθετο μάλιστα. Μπορούμε να επιρρίψουμε στους πολιτικούς πολλά σε σχέση με την ρύθμιση των χρηματαγορών. Όχι όμως ότι δεν έλαβαν μέτρα: Αναδιάρθρωση του συστήματος αποδοχών των κορυφαίων στελεχών, απαγόρευση των ανοικτών πωλήσεων, περιορισμό των συναλλαγών υψηλών συχνοτήτων και τέλος τη διεθνή συζήτηση για την επιβολή φόρου στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές.
Στο ερώτημα αν οι τράπεζες είναι σε θέση να αντέξουν μια νέα κρίση καλείται να απαντήσει ένα νέο «τεστ αντοχής». Για τις γερμανικές τράπεζες η επικεφαλής της Γερμανικής Τραπεζικής Εποπτικής Αρχής BaFin Έλκε Κένιγκ είναι αισιόδοξη, μιας και, όπως λέει, έχουν προετοιμαστεί κατάλληλα.
Και ο οικονομολόγος Μάρτιν Χέλβιγκ δεν υπολογίζει μεγάλες εκπλήξεις στο τραπεζικό τεστ αντοχής. Δεν πιστεύει ωστόσο ότι οι τράπεζες είναι πραγματικά ασφαλείς από μια νέα οικονομική κρίση. Συγκρίνει μάλιστα τα μέτρα που ελήφθησαν μέχρι σήμερα για τις τράπεζες με τη μείωση του ορίου ταχύτητας από τα 150 στα 140 ύστερα από θανατηφόρο δυστύχημα.
Πηγή: Deutsche Welle