Αναδημοσίευση από τη «Ναυτεμπορική»
Τον κίνδυνο να οδηγηθούν σε λουκέτο μεγάλες βιομηχανίες της χώρας, λόγω του υψηλού ενεργειακού κόστους, εξέφραζαν, χθες, ανώτατα στελέχη του υπουργείου Ανάπτυξης.
Με αφορμή τη δυσάρεστη εξέλιξη της διαθεσιμότητας του 95% των εργαζομένων στη Χαλυβουργική για έξι εβδομάδες, ανέφεραν χαρακτηριστικά πως «δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία», «δεν ήταν κάτι που δεν περιμέναμε αυτό που έγινε, φοβόμασταν ότι θα συνέβαινε...».
Αναγνωρίζοντας ότι το θέμα του κόστους αποτελεί προτεραιότητα για την κυβέρνηση, σημείωναν, ωστόσο, πως έχουν λόγο στη μείωσή του και η Κομισιόν και η τρόικα, που «πρέπει να ταρακουνηθούν με αυτή τη δύσκολη κατάσταση».
Εκεί προσέκρουσε άλλωστε και το περίφημο θέμα της «διακοψιμότητας», αφού, παρά το γεγονός ότι θεσπίσθηκε με νόμο, απερρίφθη η αρχική φόρμουλα του ΥΠΕΚΑ, που προέβλεπε το κόστος το οποίο θα προκύψει να μην πέσει στις πλάτες των οικιακών καταναλωτών, αλλά να επιμερισθεί στους ηλεκτροπαραγωγούς - οι ξένοι το θεώρησαν «κρατική ενίσχυση» αυτό…
Τα αρμόδια υπουργεία
Απόλυτη σύμπνοια, πάντως, μεταξύ των συναρμοδίων υπουργείων δεν φαίνεται να υπάρχει, καθώς κάθε πλευρά βλέπει το θέμα με… αποχρώσεις.
Για παράδειγμα, στο ΥΠΑΑΝ έλεγαν ότι προσπαθούν με το ΥΠΕΚΑ να κάνουν το καλύτερο δυνατόν και γνωστοποίησαν ότι μέσα στις επόμενες μέρες θα συνεδριάσει η διυπουργική επιτροπή για τη βιομηχανία (Οικονομικών, Ανάπτυξης, Εργασίας και ΠΕΚΑ), με θέμα ημερήσιας διάταξης την αντιμετώπιση του επίμαχου ζητήματος. Στο ΥΠΕΚΑ, την ίδια ώρα, δεν είχαν ανάλογη ενημέρωση.
Στο ΥΠΑΑΝ υποστήριζαν πως συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις με την Gazprom, εκτιμώντας ότι τα νέα τιμολόγια που θα διαμορφωθούν θα φέρουν μειώσεις, προσθέτοντας όμως ότι «και τα περιθώρια κέρδους της ΔΕΠΑ πρέπει να περιοριστούν».
Στο ΥΠΕΚΑ δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο θέμα της μείωσης της τιμής προμήθειας του φυσικού αερίου από τους Ρώσους και θυμίζουν με νόημα πως εκείνοι ήταν οι πρώτοι που έθεσαν ζήτημα περιορισμού του κέρδους της ΔΕΠΑ. Για τη «διακοψιμότητα», πάντως, οι τελευταίοι βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις με την Κομισιόν και ίσως έχουμε νέα σύντομα.
Γεγονός είναι ότι έχει διαμορφωθεί μια εικόνα χαοτικής κατάστασης στην αγορά ενέργειας, εξαιτίας των στρεβλώσεων που εξακολουθούν να τη χαρακτηρίζουν και της βραδύτητας με την οποία κινείται η κεντρική εξουσία προκειμένου να τις άρει, πρωτίστως για τη σωτηρία τη παραγωγικής βάσης του τόπου.
Σε μια κρίσιμη περίοδο για τη χώρα και, με δεδομένες τις καθυστερήσεις που θα επιφέρουν σε όλους τους τομείς οι εκλογές του Μαΐου -είναι, δε απρόβλεπτο τι θα συμβεί μετά- η βιομηχανία απειλείται, κυριολεκτικά, με διάλυση.
Αλουμίνιον της Ελλάδος, ΛΑΡΚΟ, Βιοχάλκο, Σιδενόρ, Χαλυβουργία Ελλάδος, κ.ά. έχουν «στηθεί στον τοίχο», φωνάζοντας και μέσω του φορέα τους, της Ενωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ), ότι ένα χρόνο μετά τη συνάντησή τους με τον πρωθυπουργό για το επίμαχο ζήτημα, στην ουσία δεν έγινε τίποτε, δεν υλοποιήθηκε ούτε ένα από τα μέτρα για τα οποία δεσμεύτηκε η κυβέρνηση.
Στην περίπτωση ειδικότερα της Χαλυβουργικής, όλοι, ακόμη και οι φορείς των εργαζομένων, αντιλαμβάνονται πως και για τη συγκεκριμένη βιομηχανία ισχύει το ίδιο, δηλαδή το υψηλό κόστος ενέργειας καθιστά μη ανταγωνιστικά τα προϊόντα της στο εξωτερικό, αφού η εγχώρια αγορά είναι πια, λόγω και της πτώσης της οικοδομικής δραστηριότητας, σχεδόν ανύπαρκτη.
Να σημειωθεί πως στην περίπτωση της χαλυβουργίας υπάρχει και ένα ακόμη πρόβλημα, καθώς, λόγω και της χαμηλής κατανάλωσης φυσικού αερίου, δεν ισχύει πια η έννοια του επιλέγοντος πελάτη, με συνέπεια να μην μπορεί να αγοράζει απευθείας αέριο από τη ΔΕΠΑ.
Η ΡΑΕ θεωρεί, βεβαίως, πως η ιδιότητα αυτή δεν μπορεί να απολεσθεί, αλλά, επειδή η θέση της πολιτικά δεν καλύφθηκε, υποχρεώθηκε η Χαλυβουργική να αγοράζει φυσικό αέριο μέσω της ΕΠΑ Αττικής, αυξάνοντας έτσι τα κόστη της.
Η θέση της Χαλυβουργικής
Η διοίκηση της Χαλυβουργικής Α.Ε., με εκτενές δελτίο Τύπου, χθες, εξήγησε πως μέσα στο δυσμενές οικονομικό περιβάλλον και εν αναμονή θετικότερων εξελίξεων, μετά από έξι χρόνια συνεχούς κρίσης, επέλεξε την εφαρμογή του μέτρου της διαθεσιμότητας, αντί αυτού των απολύσεων, ως το λιγότερο επώδυνο για τους εργαζόμενούς της, έχοντας στόχο τη βιωσιμότητα και διατήρηση της λειτουργίας της εταιρείας.
Σύμφωνα με τους υπευθύνους της εταιρείας, παρά τη δραματική μείωση της κατανάλωσης από το 2008 και τη συσσώρευση έκτοτε μεγάλων ζημιών, η Χαλυβουργική δεν έθιξε στο ελάχιστο το εισόδημα και τις παροχές των εργαζομένων της, κι ήταν η μόνη εταιρεία του κλάδου που δεν προέβη σε καμιά απόλυση ή διαθεσιμότητα εργαζομένων.
«Η εταιρεία εξάντλησε όλα τα οικονομικά της όρια προκειμένου να διατηρήσει το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων της στην καλύτερη κατάσταση στην ελληνική βιομηχανία. Ακόμα και με καταγραφή δεκάδων εκατομμυρίων ζημιών το 2013 ανακοίνωσε κίνητρα και εφήρμοσε πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου, δημιουργώντας έτσι κατά το δυνατόν ένα καθόλου ευκαταφρόνητο κοινωνικό δίχτυ για όσους από τους εργαζόμενούς μας αποφάσισαν οικειοθελώς να αποχωρήσουν. Επίσης η εταιρεία προχώρησε σε υπογραφή επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης εργασίας, αντίθετα από το κλίμα της εποχής, που γενικότερα και ειδικά στη βιομηχανία, η συλλογική διαπραγμάτευση δεν αποτελεί πρακτική συνεννόησης μεταξύ διοικήσεων και εργαζομένων».
ΔΕΗ: Οπισθεν ημιταχώς στην υπόθεση της Αλουμίνιον
Στο όλο προβληματικό σκηνικό της ενεργειακής αγοράς, εν αναμονή της απόφασης της ΔΕΗ στις 28 Φεβρουαρίου, σε σχέση με την τιμή προς την Αλουμίνιον, που λειτουργεί ασφαλώς ως «πιλότος» για όλο το βιομηχανικό τομέα, η πρώτη άρχισε να κάνει πίσω σε κάποια πράγματα.
Αυτό δείχνει η οριστική παραίτησή της από τη δικαστική προσβολή που επιχείρησε εναντίον των προσωρινών μηχανισμών λειτουργίας της χονδρεμπορικής αγοράς.
Πρόκειται για τις αιτήσεις αναστολής και ακύρωσης που είχε καταθέσει στο Συμβούλιο της Επικρατείας η ΔΕΗ κατά του Μηχανισμού Ανάκτησης Μεταβλητού Κόστους (Cost Recovery) και των Αποδεικτικών Διαθεσιμότητας Ισχύος (ΑΔΙ). Ητοι, αίτηση αναστολής και αίτηση ακύρωσης των Αποφάσεων ΡΑΕ 338 και 339/2013, επί των προκειμένων.
Ηδη, από τον περασμένο Νοέμβριο ο υφυπουργός Ενέργειας είχε ενημερώσει επισήμως το ΣτΕ ότι θα παρέμβει υπέρ των αποφάσεων της ΡΑΕ και κατά των αιτήσεων αναστολής και ακύρωσης της ΔΕΗ. Ακολούθησε, λοιπόν, η υποβολή παραίτησης από την πλευρά της ΔΕΗ από την αίτηση αναστολής, όχι όμως και από την αίτηση ακύρωσης.
Στη συνέχεια κατατέθηκαν αναλυτικά υπομνήματα της ΔΕΗ, αλλά και της ΡΑΕ προς το ΣτΕ, στο πλαίσιο της εξέτασης της αίτησης ακύρωσης.
Εκτός από τα υπομνήματα πραγματοποιήθηκε και προφορική παρουσίαση των επιχειρημάτων των δύο πλευρών στον Εισηγητή του ΣτΕ. Εν τέλει, η ΔΕΗ παραιτήθηκε στις 30/01/2014 (αυτό έγινε γνωστό τώρα) και από την αίτηση ακύρωσης κατά των Αποφάσεων ΡΑΕ 338 και 339/2013, πριν εκδοθεί απορριπτική απόφαση από το Συμβούλιο της Επικρατείας, οπότε θα κατέρρεε συνολικά η επιχειρηματολογία της για τη λειτουργία της χονδρεμπορικής αγοράς.
Πιο αναλυτικά, σε ό,τι αφορά τα ΑΔΙ, σημειώνεται πως η αμοιβή που εισπράττουν όλοι οι παραγωγοί ηλεκτρισμού για τη διατήρηση των μονάδων τους σε ετοιμότητα δημιουργεί ένα κόστος που ανέκαθεν καλυπτόταν από τους καταναλωτές μέσω της ξεχωριστής χρέωσης σκέλους ισχύος και παγίου στους λογαριασμούς ηλεκτρικού.
Η θεσμοθέτηση των ΑΔΙ επισημοποίησε απλώς το μηχανισμό, τα έσοδα του οποίου ανέρχονται σε 560 εκατ. ευρώ κατ’ έτος, προερχόμενα από τους προμηθευτές οι οποίοι με τη σειρά τους αναλόγως διαμορφώνουν το ανταγωνιστικό σκέλος του τιμολογίου. Από το ποσό αυτό, τα τρία τέταρτα τα εισπράττει η ΔΕΗ και τα υπόλοιπα οι μονάδες των ανεξάρτητων παραγωγών.
Στην κόψη του ξυραφιού η χαλυβουργία
Η βιομηχανία χάλυβα βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού. Από την αρχή της κρίσης, το 2008, μέχρι σήμερα η ζήτηση προϊόντων χάλυβα στην Ελλάδα έχει μειωθεί δραματικά.
Οπως σημειώνει η διοίκηση της Χαλυβουργικής Α.Ε., από 2.500.000 τόνους ετησίως, προ κρίσης, η ζήτηση έχει καταβαραθρωθεί στο επίπεδο των 300.000 τόνων, ήτοι οκτώ φορές λιγότερο.
Αντίστοιχα μειώνονται η παραγωγή των προϊόντων της εταιρείας, οι πωλήσεις και ο τζίρος της, ενώ οι ζημιές έχουν αυξηθεί και ανέρχονται σε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ.
Παράλληλα, η εξαγωγική δραστηριότητα καθίσταται ολοένα και πιο ζημιογόνος, εξαιτίας πολλών παραγόντων ιδιαίτερα δε λόγω του ενεργειακού κόστους.
Να σημειωθεί ότι το εργοστάσιο της Χαλυβουργικής διαθέτει τεχνολογία αιχμής και χαρακτηρίζεται ως μια από τις πλέον σύγχρονες μονάδες στον κόσμο.
Παρά ταύτα και πέραν από την παραπάνω δυσμενέστατη οικονομική συγκυρία, το υψηλό ενεργειακό κόστος (ηλεκτρική ενέργεια και φυσικό αέριο), με το οποίο ως βιομηχανία εντάσεως ενέργειας επιβαρύνεται η χαλυβουργία στη χώρα μας, ακυρώνει τα παραπάνω πλεονεκτήματα της εταιρείας και την καθιστά κατ’ εξοχήν μη ανταγωνιστική ιδιαίτερα στην αγορά εκτός Ελλάδος, όπου θα μπορούσε να απευθυνθεί με εξαγωγική πολιτική.
Οπως τονίζουν παράγοντες της αγοράς, για τις χαλυβουργίες που με τη λειτουργία τους στις ώρες χαμηλής ζήτησης στηρίζουν το σύστημα και την αδιάλειπτη λειτουργία των λιγνιτικών σταθμών, το κόστος προμήθειας δεν μπορεί να ξεπερνά τα 25-30 ευρώ/MWh, όπως κατέδειξε και πρόσφατη απόφαση Διαιτητικού Δικαστηρίου.
Εξάλλου η λειτουργία σε ώρες χαμηλής ζήτησης έχει σημαντικά πρόσθετα κόστη (υψηλό εργατικό κόστος λόγω διατήρησης τεσσάρων βαρδιών, νυχτερινού και επιδόματος αργίας, κόστος προθέρμανσης, φθορά λόγω συνεχών επανεκκινήσεων, υψηλές αποσβέσεις), τα οποία επιβαρύνουν τις επιχειρήσεις.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΝΟΥΠΑΚΗΣ - [email protected]