Την πεποίθηση ότι η Ελλάδα οφείλει να συμπαραταχθεί με τις θέσεις του ΔΝΤ, μπροστά στις τρεις εκδοχές οι οποίες κατά τη γνώμη του προβάλλουν αναφορικά με το δημόσιο χρέος, εκφράζει στο naftemporiki.gr ο χρηματιστηριακός - οικονομικός αναλυτής Πάνος Παναγιώτου, ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά: Ή θα πείσουμε την Ευρωζώνη να ακολουθήσει το μονοπάτι της λογικής ή θα μάθουμε να ζούμε φτωχοί.
Φάκελος: Ελληνική οικονομία
Πώς προσεγγίζετε το πρόβλημα του ελληνικού δημόσιου χρέους; Ποιοι ήταν οι κρίσιμοι σταθμοί στη ξέφρενη πορεία του; Γιατί (δεν) συζητάμε ακόμη και σήμερα γι’ αυτό;
Σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση, το ελληνικό χρέος δε δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 2000 αλλά αυτήν του 1980 και κληροδοτήθηκε στις επόμενες γενιές. Μέχρι το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής και στη συνέχεια της ελληνικής κρίσης, το χρέος της Ελλάδας ως ποσοστό του ΑΕΠ της είχε αυξηθεί ελάχιστα σε σχέση με το έτος ένταξής της στην Ευρωζώνη.
Η μοναδική ρεαλιστική ευκαιρία για απομείωση του ελληνικού χρέους δόθηκε στη δεκαετία του 1990 και ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό της, αλλά πέρασε ανεκμετάλλευτη. Ήταν εκείνα τα χρόνια που η παγκόσμια οικονομία αναπτύχθηκε με εντυπωσιακούς ρυθμούς, οι τιμές του πετρελαίου και των εμπορευμάτων βρίσκονταν σε χαμηλά επίπεδα δεκαετιών και η Ελλάδα είχε τη διαχείριση της νομισματικής της πολιτικής και το δικό της νόμισμα.
Στην επόμενη δεκαετία όλα αυτά άλλαξαν: η τιμή του πετρελαίου απογειώθηκε σε ιστορικά υψηλά επίπεδα παρασύροντας και τις τιμές των εμπορευμάτων στα ύψη, το ευρώ έγινε το ακριβότερο νόμισμα διεθνώς και η
Είπε στο naftemporiki.gr
- Βρυξέλλες και Αθήνα κάνουν το μίνιμουμ για την αποφυγή μιας ελληνικής πτώχευσης.
- Ο πρώην «εχθρός» της χώρας, το ΔΝΤ, σήμερα είναι εν δυνάμει «σύμμαχος».
- Πληρώσαμε μεγάλο τίμημα για να μειώσουμε τα ελλείμματα. Μην κάνουμε το ίδιο και για να τα διατηρήσουμε.
- Ή θα πείσουμε την Ευρωζώνη να ακολουθήσει το μονοπάτι της λογικής ή θα μάθουμε να ζούμε φτωχοί.
- Το 1990 η Ελλάδα είχε τη μοναδική ρεαλιστική ευκαιρία να μειώσει το χρέος της.
παγκόσμια οικονομία κατέγραψε αισθητά χαμηλότερους, μέσους, ρυθμούς ανάπτυξης και διαδοχικές κρίσεις. Η επίπτωση της κρίσης στο χρέος;
Το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης, απόρροια σε μεγάλο βαθμό των θεαματικά άστοχων οικονομικοπολιτικών επιλογών της κυβέρνησης Παπανδρέου στα τέλη του 2009 και στις αρχές του 2010, οδήγησε την Ελλάδα εκτός αγορών κεφαλαίων και κατ' επέκταση στην πτώχευση, αφού δε μπορούσε να δανειστεί για να εξυπηρετήσει το χρέος της. Το Μνημόνιο ακραίας δημοσιονομικής προσαρμογής που συνόδευσε τη δανειακή σύμβαση η οποία υπογράφηκε με την Τρόικα προκειμένου να αποφευχθεί μία αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους που θα μετέφερε το κυριότερο βάρος των απωλειών στις διεθνείς και ευρωπαϊκές τράπεζες προκάλεσε, όπως αναμενόταν, την εντυπωσιακή αύξηση του ελληνικού χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, εξαιτίας της δραματικής συρρίκνωσης της οικονομίας.
Τι γίνεται λοιπόν από εδώ και πέρα;
Σήμερα, μετά από μία αναδιάρθρωση και μία επαναγορά ομολόγων, το ελληνικό χρέος παραμένει δυσβάσταχτο και πρακτικά αδύνατο να εξυπηρετηθεί υπό τις παρούσες συμφωνίες και ασχέτως αν οι οικονομικές συνθήκες βελτιωθούν ή όχι. Στο κοντινό μέλλον η Ελλάδα θα βρεθεί αντιμέτωπη, κατά βάση, με τρεις και μόνο, σωστές ή μη, επιλογές:
α) Να «πετύχει» μία πολιτικά εύκολη τροποποίηση της συμφωνίας με τους δανειστές της η οποία θα εξασφαλίζει μόνο τα απολύτως απαραίτητα ώστε να αποφύγει την πτώχευση. Μία συμφωνία που θα κινείται, δηλαδή, στο πλαίσιο των προηγούμενων με την Τρόικα, οι οποίες και χρειάστηκαν συνεχείς «επικαιροποιήσεις» και αλλαγές, ακριβώς επειδή δεν ήταν ρεαλιστικές, μεταξύ άλλων και ως προς την οριστική αντιμετώπιση του προβλήματος του ελληνικού χρέους.
Ο Πάνος Παναγιώτου είναι χρηματιστηριακός τεχνικός αναλυτής, διευθυντής της Greek Society of Technical Analysis, στη Βρετανία. Έχει δημοσιεύσει έρευνες, βιβλία και άρθρα για την ελληνική κρίση και έχει συνεργαστεί με διεθνείς εταιρείες όπως το Bloomberg.
β) Να πετύχει την αντικατάσταση ή την ουσιαστική τροποποίηση της συμφωνίας της με τους δανειστές της, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί οριστικά και αμετάκλητα η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Αυτό θα απαιτήσει την αναγνώριση και διαχείριση από την Καγκελάριο Μέρκελ του «πολιτικού ελλείμματος» μεταξύ των όσων υποσχέθηκε στους ψηφοφόρους της σχετικά με την ελληνική κρίση και όσων πρέπει, όντως, να συμβούν προκειμένου αυτή να αντιμετωπιστεί ρεαλιστικά. Κάτι τέτοιο δεν είναι ιδιαίτερα εύκολο να συμβεί.
γ) Να επιδιώξει την ανατροπή της υπάρχουσας συμφωνίας διακινδυνεύοντας την πλήρη ρήξη με τους δανειστές της, μπαίνοντας έτσι σε αχαρτογράφητα, δύσβατα και επικίνδυνα εδάφη. Ως προς τα ελλείμματα της ελληνικής οικονομίας, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί προς τα κάτω μετά την πορεία των τελευταίων ετών;
Υπάρχουν εκατοντάδες περιπτώσεις κατά τις οποίες αναπτυγμένα ή αναδυόμενα κράτη χρειάστηκε να υιοθετήσουν ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής ώστε να προβούν σε μία μεγάλη μείωση των ελλειμμάτων τους. Όμως, ποτέ, μία δημοσιονομική προσαρμογή δεν οδήγησε σε τόσο μεγάλη οικονομική συρρίκνωση όσο αυτή που καταγράφηκε στην Ελλάδα, ενώ υπήρξαν ουκ ολίγες φορές που δημοσιονομική προσαρμογή και ανάπτυξη επετεύχθησαν παράλληλα.
Το τίμημα που πλήρωσε η Ελλάδα για τη μείωση του ελλείμματος ήταν το υψηλότερο που πληρώθηκε ποτέ διεθνώς και αυτό αναδεικνύει το μέγεθος της αποτυχίας της δημοσιονομικής προσαρμογής και το βάρος των ευθυνών εκείνων που τη σχεδίασαν. Το χειρότερο όλων, η βλάβη που προκλήθηκε σε διάφορους τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας είναι τόσο μεγάλη που θα χρειαστούν πολλά χρόνια για να αποκατασταθεί.
Παρ’ όλα αυτά, δεδομένου ότι το έλλειμμα έχει μειωθεί, πλέον, κοντά στα επίπεδα του Μάαστριχτ, η Ελλάδα περνά σε μια νέα περίοδο κατά την οποία προτεραιότητά της δε θα είναι, τόσο, ο σχεδιασμός και η διαπραγμάτευση του τιμήματος μείωσης των ελλειμμάτων της όσο της συντήρησης τους σε χαμηλά επίπεδα.
Αν και ο νέος αυτός σχεδιασμός στηριχτεί σε ανεδαφικές προβλέψεις, σε υφεσιακές και όχι σε αναπτυξιακές πολιτικές, τότε η προσπάθεια συντήρησης του πρωτογενούς πλεονάσματος και περαιτέρω βελτίωσης της δημοσιονομικής εικόνας της Ελλάδας θα κινδυνεύσει να εξελιχθεί σε νέο και ίσως μεγαλύτερο Γολγοθά απ' αυτόν που οδήγησε στην επίτευξή τους και να αποτελέσει και πάλι τροχοπέδη στην ανάπτυξη και στη βιωσιμότητα του χρέους.
Θεωρείτε ότι το «μνημόνιο» και η «ανάπτυξη» είναι δύο λέξεις που δεν ταιριάζουν;
Το πρώτο πρόγραμμα στήριξης σχεδιάστηκε πάνω στην πρόβλεψη διετούς ύφεσης (-4% το 2010, -2,6% το 2011, 1,1% το 2012, 2,1% το 2013 και 2,1% το 2014) και επιστροφής στην ανάπτυξη και στις αγορές από το 2012, καθώς και στην εκτίμηση πως το χρέος μπορούσε να εξυπηρετηθεί χωρίς αναδιάρθρωση. Η αστοχία των προβλέψεων ήταν τέτοιας έκτασης που έκανε το ΔΝΤ να παραδεχτεί ότι ο πραγματικός στόχος του προγράμματος δεν ήταν η στήριξη της Ελλάδας αλλά η προστασία του ευρώ, προσδίδοντας στη χώρα έναν ρόλο που μοιάζει με αυτόν της μυθικής Ιφιγένειας η οποία κλήθηκε να θυσιαστεί προκειμένου να εξευμενιστεί η θεά Αρτέμιδα και να επιτρέψει τον απόπλου του στόλου των Αχαιών.
Τελικά η Άρτεμις λυπήθηκε την Ιφιγένεια και την έσωσε εμποδίζοντας τη θυσία της. Όμως η Ελλάδα έχει, ήδη, θυσιάσει το 25% της οικονομίας της και την ποιότητα ζωής σχεδόν, ολόκληρου, του πληθυσμού της χωρίς να προκαλέσει τη φιλευσπλαχνία των άλλων κρατών της Ευρωζώνης πόσο μάλλον αυτήν της Γερμανίας. Και καθώς, όπως αποδείχτηκε, η στρατηγική Παπανδρέου - Σαμαρά, της επαιτείας οίκτου, δε λειτουργεί, η μόνη άλλη λύση είναι η χώρα να διεκδικήσει, για πρώτη φορά, μία συμφωνία που τουλάχιστον θα υπακούει στη λογική. Περιέργως, το τελευταίο διάστημα οι πιο λογικές προτάσεις μοιάζει να ακούγονται από την πλευρά του ΔΝΤ, το οποίο, μεταξύ άλλων, τέθηκε υπέρ της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους.
Μία επιλογή η οποία έχει προκαλέσει ένταση στις σχέσεις Βρυξελλών (Βερολίνου) και Ουάσιγκτον.
Πράγματι. Παραδόξως, το ίδιο ακριβώς διάστημα η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να απομακρύνεται από το ΔΝΤ και η ΕΕ να προσπαθεί να το εξοστρακίσει, ακριβώς γιατί η πρώτη δε μπορεί -και η δεύτερη δεν επιθυμεί ούτε τώρα- να δώσει μία ρεαλιστική λύση στο ελληνικό πρόβλημα, παρά προτιμούν και οι δύο να αρκούνται στα ελάχιστα απαιτούμενα προκειμένου η χώρα να αποφεύγει την πτώχευση.
Ο σωστός δρόμος είναι μάλλον ο αντίθετος. Η Ελλάδα πρέπει να αποκτήσει μία φωνή λογικής και να επιδιώξει τότε την ένωση όλων των υπολοίπων λογικών φωνών με τη δική της και ιδιαίτερα αυτών που πηγάζουν από ένα από τα τρία μέλη της Τρόικας, το ΔΝΤ.
Ελλάς - ΔΝΤ συμμαχία, λοιπόν, λέτε κατά κάποιον τρόπο.
Στη δεδομένη ιστορική στιγμή έχει συμβεί όντως το κάποτε αδιανόητο, ο πρώην «εχθρός» της χώρας να έχει μετατραπεί σε εν δυνάμει «σύμμαχό» της, και πρέπει να γίνει χρήση αυτής της πραγματικότητας με τη μέγιστη δυνατή πολιτική ευφυΐα και διπλωματία ώστε να πιεστεί η Γερμανία να αποδεχτεί πως η Ελλάδα δεν πρόκειται να αντέξει για πολύ ακόμη αν δε διώξει οριστικά και αμετάκλητα από πάνω της το βάρος ενός μη βιώσιμου χρέους και τις συνέπειες που αυτό επιφέρει στην ανάπτυξη και γενικότερα στην οικονομία και την κοινωνία.
Τα περισσότερα από τα οικονομικά επιχειρήματα που αναζητά η Ελλάδα βρίσκονται, ήδη εδώ και δύο χρόνια, σε μελέτες του ΔΝΤ που απορρίπτουν την ακραία λιτότητα ως αποτυχημένη και επικίνδυνη πρακτική δημοσιονομικής προσαρμογής. Όμως πέρα από τις μελέτες η ίδια η Ελλάδα αποτελεί το τραγικότερο παράδειγμα της εφαρμογής μεσαιωνικών οικονομικών σχεδιασμών για τον εκμοντερνισμό μιας οικονομίας.
Επομένως, πού καταλήγετε;
Προκειμένου η Ελλάδα να επιβιώσει εντός Ευρωζώνης, πρέπει είτε να μάθει να ζει με τη φτώχεια και ως εκ τούτου με την επαιτεία είτε να αλλάξει δρόμο μαζί με την Ευρωζώνη, ακολουθώντας το μονοπάτι της λογικής. Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν πρόκειται για αμιγώς ατομική αλλά για συλλογική προσπάθεια.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ
[email protected]