Ο πλέον συνηθισμένος δείκτης ανισοκατανομής εισοδήματος είναι ο Gini, ο οποίος κυμαίνεται μεταξύ του μηδενός (απόλυτη ισότητα) και του εκατό (απόλυτη ανισότητα). Οι ακραίες αυτές τιμές είναι θεωρητικές, στην πράξη βρίσκουμε κοινωνίες με πολύ χαμηλό δείκτη Gini ίσο με 24, όπως π.χ. της Δανίας, και χώρες με πολύ υψηλό δείκτη, όπως π.χ. το 70,7 της Ναμίμπια ή το 61 της Κίνας (αρνούνταν μέχρι πρόσφατα τη δημοσιοποίησή του).
Ο κ. Λευτέρης Τσουλφίδης, καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Στην Ελλάδα ο δείκτης Gini στα τέλη του 2000 μειώθηκε κατά 2,5 περίπου μονάδες από το 33 που ήταν το 1980 και βρίσκεται πάντα κοντά στον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Αν όμως περιοριστούμε στα χρόνια της κρίσης, δηλαδή μετά το 2007 και μέχρι 2010 διαπιστώνουμε αύξηση τη ανισοκατανομής σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ. Άλλοι παρεμφερείς δείκτες ανισοκατανομής, όπως π.χ. το πλουσιότερο 10% (ή 20%) προς το φτωχότερο 10% (ή 20%) του πληθυσμού δίνουν μια παραπλήσια εικόνα, ότι δηλαδή δεν σημειώθηκαν συγκλονιστικές μεταβολές. Η αλήθεια είναι ότι οι δείκτες αυτοί είναι τόσο πολύ γενικοί που ακόμη και όταν συντελούνται τεράστιες μεταβολές εντός ενός εισοδηματικού κλιμακίου, οι μεταβολές αυτές «χάνονται» στην εκτίμηση του μέσου όρου του δείκτη.
Μια πιο σαφή εικόνα περί ανισοτήτων λαμβάνουμε από τη λειτουργική κατανομή του εισοδήματος σε εργασία και κεφάλαιο. Η αμοιβή της εργασίας, η εξέλιξη της οποίας αποτυπώνεται στο μερίδιο μισθών προς το ΑΕΠ, και η αμοιβή του κεφαλαίου η εξέλιξη της οποίας αποτυπώνεται στο μερίδιο των κερδών (= καθαρό από αποσβέσεις λειτουργικό πλεόνασμα, μείον το μισθιακό ισοδύναμο των αυτοαπασχολούμενων) προς το ΑΕΠ. Οι δύο αυτοί δείκτες (με στοιχεία της Eurostat) παρουσιάζονται με τις τάσεις τους (διακεκομμένες γραμμές) στο Σχήμα που ακολουθεί.
Διάγραμμα 1
Από τη διαχρονική σύγκριση των δύο εισοδηματικών μεριδίων γίνεται φανερή η χειροτέρευση της θέσης των μισθωτών συνολικά έναντι του εισοδήματος των κεφαλαιούχων των οποίων η θέση κατά μέσον όρο και μακροχρόνια βελτιώνεται. Μια τέτοια σύγκριση απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή καθώς τα προ του 1970 στοιχεία ενέχουν μεγάλο βαθμό μεροληψίας και υποκειμενισμού συνεπεία του μεγάλου αριθμού των αυτοαπασχολούμενων και της ενδεχόμενης υπερεκτίμησης του μισθιακού τους ισοδύναμου. Είναι φανερό ότι από την ανωτέρω σύγκριση, το εισοδηματικό μερίδιο των μισθωτών μειώνεται ιδιαίτερα στα χρόνια της ύφεσης του 2007. Όσον αφορά το μερίδιο κερδών, αυτό παρουσιάζει διαχρονική αύξηση και τα χρόνια του μνημονίου (2010) επανακάμπτει στην ανοδική του πορεία.
Μια τέτοια σύγκριση δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη και αύξηση των πραγματικών κερδών και τη βελτίωση της θέσης όλων των κεφαλαιούχων, αυτό μπορούμε να το δούμε λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά κέρδη με την τάση τους που παρουσιάζουμε στο επόμενο σχήμα.
Διάγραμμα 2
Μετά το 2007, δηλαδή το έτος έναρξης της κρίσης διεθνώς, στην Ελλάδα παρατηρείται ραγδαία πτώση των κερδών πράγμα που σηματοδοτεί την κατακόρυφη μείωση των επενδύσεων και αυτό γιατί τα στάσιμα ή μειούμενα κέρδη συνεπάγονται την αποθάρρυνση των επενδύσεων, είτε επειδή τα κέρδη δεν επαρκούν για να χρηματοδοτήσουν νέες επενδύσεις, είτε η εξέλιξη των κερδών σηματοδοτεί αρνητικές προοπτικές και άρα αποθαρρύνονται μαζί με τους επιχειρηματίες και οι πιθανοί χρηματοδότες των δυνητικών επενδύσεων. Η θετική συσχέτιση κερδών και επενδύσεων απεικονίζεται στο Σχήμα που ακολουθεί.
Διάγραμμα 3
Επομένως, η στασιμότητα (πολύ δε περισσότερο η πτώση) των πραγματικών κερδών οδηγεί στην αποθάρρυνση και γενικότερα στη συγκράτηση των επενδύσεων, τις μαζικές πτωχεύσεις και απολύσεις με αποτέλεσμα την αύξηση της ανεργίας και τη μείωση του παραγόμενου ΑΕΠ. Με άλλα λόγια, η εξέλιξη των πραγματικών κερδών χαρακτηρίζει τη φάση της οικονομίας και εν προκειμένω την οικονομική κρίση. Είναι επόμενο ότι με δεδομένο το όποιο ΑΕΠ, η αύξηση του ενός εισοδηματικού μεριδίου συνεπάγεται τη μείωση του άλλου, όμως, δεν μπορούμε να πούμε ότι μια κοινωνική τάξη βελτιώνει κατ’ ανάγκη τη θέση της. Άλλωστε δείξαμε ότι τα κέρδη σε πραγματικούς όρους μειώνονται σε κάθε οικονομική κρίση (δεκαετία του 1980 και 2007).
Πέραν τούτου σε μια οικονομία με πρωτοφανή ανεργία, αύξηση της φορολογίας και έλλειμμα δημόσιων παροχών είναι επόμενο να διευρύνονται οι εισοδηματικές ανισότητες, ιδίως στα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια, όπου συμπεριλαμβάνονται εργαζόμενοι με χαμηλή ειδίκευση και εκπαίδευση, επομένως με λιγότερες εναλλακτικές λύσεις απασχόλησης. Από τις μελέτες που γνωρίζουμε, η σχετική φτώχεια (οριζόμενη ως το ποσοστό του πληθυσμού με εισόδημα χαμηλότερο κατά 60% του κατά κεφαλήν εθνικού διάμεσου εισοδήματος) από 20% το 2009 αυξήθηκε στο 21,4% του πληθυσμού του 2012. Έχουμε κάθε λόγο να θεωρούμε ότι το 2013 θα έχουμε περαιτέρω αύξηση του εν λόγω δείκτη. Ένας ακόμη δείκτης που αφορά το λόγο του υψηλότερου 20% του εισοδήματος προς το χαμηλότερο 20% από 5,6 που ήταν το 2009 το 2012 ανήλθε στο 6,6 (στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ). Δηλαδή, το διαθέσιμο εισόδημα του πλουσιότερου 20% αυξήθηκε μία φορά περισσότερο από ότι του φτωχότερου 20%. Βέβαια, εδώ έχουμε πολύ μεγάλα εισοδηματικά κλιμάκια και οι μεταβολές, ακόμη και όταν είναι μεγάλες, δεν αποτυπώνονται, κατ’ ανάγκην, στους μέσους όρους που εκτιμώνται. Θα είχε πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον σε τέτοιου είδους έρευνες να γνωρίζαμε τι ακριβώς συμβαίνει με το εισόδημα και τον πλούτο π.χ. του πλουσιότερου 1% ή ακόμη καλύτερα το ένα τοις εκατό του ένα τοις εκατό του πληθυσμού διαχρονικά.
Διεθνείς οργανισμοί όμως επιδεικνύουν ενδιαφέρον για δικούς τους προφανείς λόγους να γνωρίζουν τι ακριβώς συμβαίνει σε κάθε χώρα ξεχωριστά και να διαθέτουν τα λεπτομερή τους στοιχεία επ’ αμοιβή, βεβαίως, στους νομίμως! ενδιαφερόμενους. Έτσι για την Ελλάδα μάθαμε πριν λίγους μήνες, ότι οι πολύ πλούσιοι της χώρας έγιναν αρκετοί περισσότεροι, απέκτησαν πολύ μεγαλύτερα εισοδήματα και πλούτο γενικότερα δικαιώνοντας όλους όσους επί χρόνια μονότονα καταγγέλλανε τους πολύ πλούσιους που διαφεύγουν φορολογίας και τις κυβερνήσεις που αδιαφορούσαν. Σύμφωνα με την έκθεση της UBS (της γνωστής Τράπεζας) και Wealth-X (άγνωστο μέχρι πρόσφατα ερευνητικό κέντρο στη Σιγκαπούρη!), o αριθμός των πολύ πλούσιων στη χώρα μας αυξήθηκε αισθητά, καθώς 505 από αυτούς το 2013 είχαν ατομική περιουσία άνω των 30.000.000 δολαρίων, το 2012 ο αριθμός των πλουσίων ήταν 455 ενώ το 2010 οι πολύ πλούσιοι ήταν 445. Η συνολική περιουσία αυτών των πολύ πλούσιων 505 ανθρώπων σήμερα εκτιμάται στα 60 δις δολάρια (αύξηση 20% σε σχέση με το 2012 που το εισόδημα των πολύ πλούσιων ήταν 50 δις δολάρια, όσο και το 2011), και ανέρχεται στο 24% του ελληνικού ΑΕΠ το 2013 (=250 δις δολάρια). Επομένως, η κρίση όχι μόνο δεν πλήττει τον πολύ μεγάλο πλούτο, αλλά αποτελεί το ιδανικό περιβάλλον για τη περαιτέρω αύξησή του.
Από τα ανωτέρω εκτεθέντα, αν πούμε ότι η ανισοκατανομή είναι αποτέλεσμα της κρίσης, τότε είναι βέβαιο ότι η ανάκαμψη της οικονομίας επηρεάζεται από τη διεύρυνση των ανισοτήτων για τους εξής λόγους: (1) η μεσαία τάξη που συνθλίβεται από την κρίση δεν διαθέτει το εισόδημα που χρειάζεται προκειμένου να τονώσει τη ζήτηση (2) τα χαμηλά εισοδήματα οδηγούν σε μείωση των φορολογικών εσόδων (3) η μείωση των δαπανών για εκπαίδευση (σημειωτέον, η εκπαίδευση οδηγεί στην ισοκατανομή τους εισοδήματος) επιτείνει μια ήδη άσχημη κατάσταση (4) εφεξής οι οικονομικές διακυμάνσεις θα είναι πιο έντονες αν όχι και πιο συχνές (η προοδευτική φορολογία λειτουργεί εξομαλυντικά του οικονομικού κύκλου).
Επομένως, μια πολιτική μείωσης των εισοδηματικών ανισοτήτων δεν βασίζεται μόνο σε ουμανιστικούς λόγους, αλλά προπάντων σε οικονομικούς. Όσο πιο εξισωτική γίνεται μια κοινωνία, τόσο το καλύτερο για την αύξηση της παραγωγικότητας. Η ιδέα είναι ότι οι ακραίες εισοδηματικές ανισότητες μιας κοινωνίας αποθαρρύνουν τη συμμετοχή, διότι τείνουν να περιθωριοποιούν τα μέλη της κοινωνίας, με αποτέλεσμα να εξασθενεί το κίνητρο της μεγαλύτερης δυνατής συνεισφοράς. Αντίθετα, μια πιο εξισωτική διανομή εισοδήματος και άρα μια πιο εξισωτική κοινωνία επιτυγχάνει τη μεγαλύτερη δυνατή κινητοποίηση των μελών της, με τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα.
Τέλος, τα χρόνια μετά το 2007 γινόμαστε μάρτυρες της ανάδυσης μιας νέας αστικής τάξης τα γνωρίσματα της οποίας χρήζουν ιδιαίτερης μελέτης. Φέρει λιγότερες ομοιότητες με τα «νέα τζάκια» της δεκαετίας του 1980, αλλά έχει και χαρακτηριστικές διαφορές με τους νεόπλουτους της μετακατοχικής περιόδου. Είναι βέβαιο ότι η εξέλιξή της θα προσελκύσει το ενδιαφέρον των μελετητών τα χρόνια που έρχονται.
*Ο κ. Λευτέρης Τσουλφίδης είναι καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.