Καθώς οι γερμανικές εκλογές είναι πλέον παρελθόν -κάτι που σημαίνει ότι έχει φθάσει η ώρα των μεγάλων αποφάσεων στην Ευρώπη σε ό,τι αφορά την επίλυση των «ανοιχτών» θεμάτων για την Ελλάδα- η διαπραγματευτική στάση που θα τηρήσει η ελληνική κυβέρνηση έχει αρχίσει να σχηματοποιείται και να δηλώνεται επισήμως όχι μόνο στα κλειστά κυβερνητικά ή κοινοτικά γραφεία, αλλά και στο πλατύ κοινό, ώστε να πραγματοποιηθεί και η «ζύμωση» θέσεων που επιτυγχάνεται στα φώτα του προσκηνίου, πέρα απ’ ό,τι έχει γίνει στο παρασκήνιο.
Η θέση της ελληνικής κυβέρνησης, σε σχέση με το υφιστάμενο χρηματοδοτικό κενό των 12 δισ. ευρώ, τέθηκε με αρκετή σαφήνεια χθες από τον αντιπρόεδρό της κ. Βενιζέλο: «Η Ελλάδα δεν χρειάζεται τρίτο πακέτο στήριξης, δεν επιδιώκει περαιτέρω χρηματοδοτική βοήθεια, αλλά είναι σε θέση να καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες ακόμη και το επόμενο έτος, επιστρέφοντας στις αγορές και επαναδιαπραγματευόμενη τα επιτόκια και τους χρόνους αποπληρωμής του υφιστάμενου χρέους της».
Πριν η ελληνική θέση πάρει αυτή την «κρυστάλλινη» μορφή, υπήρξαν τις προηγούμενες εβδομάδες αρκετές τοποθετήσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων που κατέστησαν σαφές ότι νέο πακέτο στήριξης σημαίνει νέα συμφωνία και νέα σκληρά μέτρα, εξαφάνισαν δηλαδή κάθε -έστω και αμυδρά- διάθεση για νέα χρηματοδοτική εξωτερική στήριξη με τη μέθοδο των μνημονίων.
Η ελληνική τακτική, λοιπόν, φαίνεται να χαρακτηρίζεται από μια «λευκή» και μια γκρίζα διάσταση ή μάλλον στη δεύτερη περίπτωση, μια διάσταση με αρκετό ρίσκο, που μπορεί να οδηγήσει σε δυσάρεστο δρόμο.
Το ευχάριστο, λοιπόν, είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται πως επιθυμεί να τοποθετήσει πλέον οριστικά εκτός πλαισίου διαπραγματεύσεων το ενδεχόμενο λήψης νέων μέτρων, αφού έχει γίνει ξεκάθαρο πως ούτε η ίδια μπορεί στο εξής να αντιμετωπίσει το πολιτικό κόστος που θα προέκυπτε, ούτε -το σημαντικότερο- η κοινωνία θα μπορούσε να αντιμετωπίσει στωικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Η ριψοκίνδυνη διάσταση της τακτικής αυτής είναι ότι τα πάντα στηρίζονται σε ένα ασταθές και κατασκευασμένο πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού, το οποίο με τη μορφή που παρουσιάζεται έως σήμερα δεν αποπνέει καμιά εμπιστοσύνη μακροπρόθεσμης διατηρησιμότητας. Διατηρείται στη ζωή τεχνητά καθώς δεν έχει καμία σχέση ούτε με την επίτευξη πραγματικής υγείας στην οικονομία που θα οδηγούσε σε αυξημένα έσοδα, ούτε με την εξυγίανση του μηχανισμού είσπραξης φόρων και τη σύλληψη της φοροδιαφυγής.
Η κυβέρνηση το προβάλλει και η τρόικα, με άνωθεν εντολή, το αποδέχεται. Είναι, δεδομένων των συνθηκών, ό,τι καλύτερο ήταν ικανές να κάνουν και οι δύο πλευρές και αυτό προσπαθούν να διαφυλάξουν. Εκτός απροόπτου...
ΝΙΚΟΣ ΦΡΑΝΤΖΗΣ - [email protected]