Νέα υποχώρηση παρουσίασε το ΑΕΠ της χώρας το β’ τρίμηνο του έτους, με μικρότερο ρυθμό σε σχέση με το πρώτο. Το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι η χώρα εισήλθε σε φάση αποκλιμάκωσης της ύφεσης, καθώς αυτό θα φανεί με την τάση του ΑΕΠ το γ’ και το δ’ τρίμηνο.
Θα χρειαστεί προσπάθεια ακόμη, προκειμένου να δημιουργηθούν οι συνθήκες για τη μετάβαση στην ανάκαμψη. Η κυβέρνηση ελπίζει ότι αυτή η μετάβαση μπορεί να γίνει το 2014, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται ακόμη σε βαθιά κρίση, είναι ευάλωτη σε εσωτερικούς και εξωτερικούς κραδασμούς και οι κίνδυνοι εκτροχιασμού δεν έχουν εξαλειφθεί.
Οπως επισημαίνει το ΚΕΠΕ σε πρόσφατη ανάλυσή του, η τρέχουσα οικονομική κρίση είναι η μακροβιότερη και εντονότερη που έχει βιώσει η χώρα κατά την τελευταία εξηκονταετία. Το πλησιέστερο ιστορικό προηγούμενο ίσως να πρέπει να αναζητηθεί σε συνδυασμό εμπολέμου καταστάσεως και πολιτικής κρίσεως, το 1974.
Σε οικονομικούς όρους, η σημερινή κατάσταση είναι σαφώς χειρότερη, τόσο ως προς τη διάρκεια (πέντε συναπτά έτη, χωρίς να υπολογίζουμε το 2013) όσο και ως προς το ρυθμό.
Επιπλέον, ενώ τότε (και έως προσφάτως) ήταν δυνατόν οι αρνητικοί ρυθμοί μακροοικονομικής ανάπτυξης να αντιμετωπιστούν με παραδοσιακά και δοκιμασμένα μέσα ασκήσεως πολιτικής (προκαλώντας θετικούς ρυθμούς μεγεθύνσεως), πολλά από αυτά τα μέσα δεν είναι πλέον διαθέσιμα στο κυβερνητικό «οπλοστάσιο».
REUTERS
Η πρωτοφανής σε διάρκεια και ένταση κρίση έχει πολλαπλές επιπτώσεις, όπως τις καταγράφει η Τράπεζα της Ελλάδος. Κατ’ αρχάς, μειώνει το εισόδημα και το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων πολιτών. Απαξιώνει το ανθρώπινο κεφάλαιο και το πάγιο παραγωγικό δυναμικό.
Συρρικνώνει την αποταμίευση και άρα την καταθετική βάση των τραπεζών, περιορίζοντας έτσι τη ρευστότητα. Συντηρεί την αβεβαιότητα και αποθαρρύνει επενδυτικές πρωτοβουλίες τόσο από το εσωτερικό όσο και από την αλλοδαπή. Δυσχεραίνει τη δημοσιονομική προσαρμογή, καθώς η πτώση των εισοδημάτων μειώνει και τα δημόσια έσοδα και έτσι τροφοδοτεί το φαύλο κύκλο ελλειμμάτων - ύφεσης, που οδηγεί σε συνεχείς αναθεωρήσεις των στόχων για το έλλειμμα και το χρέος, οι οποίες εν τέλει υποσκάπτουν την αξιοπιστία του προγράμματος.
Ομως η μεγάλη και παρατεινόμενη ύφεση, όσο δεν διαφαίνεται σαφέστατα η προοπτική εξόδου, δημιουργεί ένα εξαιρετικά δυσοίωνο κλίμα και εντείνει τις κοινωνικές αντιδράσεις. Για το λόγο αυτόν, η κυβέρνηση θα πρέπει να κινηθεί με ταχύτητα στις μεταρρυθμίσεις, όπως έχει συμφωνήσει με την τρόικα και τους δανειστές.
Οι παλινωδίες στην εφαρμογή του προγράμματος, η αναποφασιστικότητα και η έλλειψη συντονισμού που παρατηρήθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια, θα πρέπει να αρθούν και να ανοίξει ένας νέος κύκλος στην πορεία της χώρας και της οικονομίας. Να διαμορφωθεί κλίμα εμπιστοσύνης, το οποίο είναι απαραίτητο για να βαδίσει η οικονομία στην ανάπτυξη.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΛΑΚΟΥΤΣΗΣ - [email protected]