Την παρέμβαση του υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη, στα συναρμόδια υπουργεία Οικονομικών και Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, ζήτησε χθες ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας (ΣΕΕΝ) προκειμένου να ληφθούν μέτρα που θα αποτρέψουν την οικονομική κατάρρευση της ακτοπλοΐας.
Ο κ. Βαρβιτσιώτης, αναγνωρίζοντας την κρίσιμη καμπή στην οποία βρίσκεται η ελληνική ακτοπλοΐα, δεσμεύτηκε για τη λεπτομερή εξέταση όλων των αιτημάτων που θα βελτιώσουν τις προοπτικές βιωσιμότητάς της.
«Η ελληνική ακτοπλοΐα αποτελεί βασικό πυλώνα της συγκοινωνιακής συνέχειας του νησιωτικού μας χώρου. Η ενίσχυσή της αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την αξιοποίηση των αναπτυξιακών δυνατοτήτων της χώρας μας και συνιστά προτεραιότητα για την πολιτική του υπουργείου», δήλωσε χαρακτηριστικά, ενώ ας σημειωθεί ότι μία ημέρα πριν είχε επισημάνει ότι μία κατάρρευση της ακτοπλοΐας θα ισοδυναμεί με εθνική καταστροφή.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι το προεδρείο του ΣΕΕΝ με επικεφαλής τον πρόεδρό του, Μιχάλη Σακέλλη, έκανε καθαρό στον κ. Βαρβιτσιώτη ότι προκειμένου να σωθεί η ακτοπλοΐα θα πρέπει να ενεργοποιηθεί τόσο ο υπουργός Οικονομικών, Γιάννης Στουρνάρας, όσο και ο υπουργός Ενέργειας, Γιάννης Μανιάτης. Τα δύο σημαντικά αιτήματα του ΣΕΕΝ είναι η μείωση του ΦΠΑ στα εισιτήρια της ακτοπλοΐας, που είναι αρμοδιότητας του κ. Στουρνάρα, και η μείωση του κόστους καυσίμων που είναι αρμοδιότητας του κ. Μανιάτη. Ηδη για το θέμα αυτό τόσο ο ΣΕΕΝ όσο και ο προηγούμενος υπουργός Ναυτιλίας, Κωστής Μουσουρούλης, είχαν συζητήσει ορισμένες σκέψεις με τον υφυπουργό ΠΕΚΑ, Ασημάκη Παπαγεωργίου.
Ο κ. Βαρβιτσιώτης εμφανίστηκε πάντως γνώστης των προβλημάτων της ακτοπλοΐας. Οπως σημειώνει ο ίδιος, έχει μπροστά του έναν πίνακα που δείχνει ότι οι σωρευτικές ζημιές της ακτοπλοΐας τα τελευταία χρόνια είναι 900 εκατ. ευρώ και προφανώς οι εταιρείες δεν θα μπορέσουν να αντέξουν ακόμη για πολύ εάν δεν ληφθούν μέτρα.
Για τον ΣΕΕΝ πάντως το ύψος των ναύλων, ειδικά σε μία περίοδο που η αγοραστική δύναμη συνεχώς μειώνεται λόγω της ύφεσης, είναι μεγάλο θέμα, καθώς επηρεάζεται από παράγοντες που δεν μπορούν να ελέγξουν οι εταιρείες, όπως είναι τα καύσιμα, η υψηλή φορολόγηση και οι κρατήσεις υπέρ τρίτων. Ο ΦΠΑ, 13% για τους επιβάτες και 23% για τα οχήματα, είναι ο πιο υψηλός στην Ευρώπη. Επίσης υπάρχουν ακόμη τα λιμενικά τέλη, τα οποία δεν είναι ανταποδοτικά και ο επίναυλος 3%. Εν αντιθέσει με την Ελλάδα, σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες οι θαλάσσιες συγκοινωνίες επιδοτούνται, ενώ εφαρμόζονται χαμηλοί έως μηδενικοί συντελεστές ΦΠΑ, υπογραμμίζει ο Σύνδεσμος. Η συνολική επιβάρυνση του εισιτηρίου από τη φορολογία και τις κρατήσεις υπέρ τρίτων είναι 22,34% στους επιβάτες, 32,73% στο αυτοκίνητο και 31,898% στα φορτηγά.
«Η άδικη αυτή αντιμετώπιση των νησιών μας και των νησιωτών μας μας κάνει να πιστεύουμε ότι διαχρονικά οι εκάστοτε κυβερνήσεις δεν έχουν αντιληφθεί και κατανοήσει τη μεγάλη σημασία των ακτοπλοϊκών μας συγκοινωνιών για την ανάπτυξη της χώρας μας και την προστασία των εθνικών μας συμφερόντων. Δεν έχει γίνει κατανοητό ότι μία πιθανή υποβάθμιση των υπηρεσιών αυτών θα ήταν καταστροφική για την ανάπτυξη των νησιών μας και τον τουρισμό μας», υπογραμμίζει ο ΣΕΕΝ.
Δρομολόγηση πλοίου
Στο μεταξύ, όπως έγινε γνωστό, ξεκινά από την Κυριακή το βράδυ τα δρομολόγιά του στο βορειοανατολικό Αιγαίο το πλοίο «Ionian Sky» της ΝΕΛ σε αντικατάσταση του «Θεόφιλος». Η εταιρεία απέστειλε χθες όλα τα έγγραφα του «Ionian Sky» και εγκρίθηκε η σχετική αίτηση αντικατάστασης του «Θεόφιλος». Παράλληλα, η ΝΕΛ ζήτησε παράταση για τη Δευτέρα προκειμένου να απολογηθεί στη Γενική Γραμματεία Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, γιατί δεν εκτελούσε μέχρι τώρα τα δρομολόγια. Το αίτημά της έγινε δεκτό.
«Δύο μέτρα και δύο σταθμά»
Ανιση μεταχείριση της ακτοπλοΐας διαπιστώνει ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας (ΣΕΕΝ). Ειδικότερα ο Σύνδεσμος αναφέρει ως παράδειγμα τη μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση, όχι όμως για την ακτοπλοΐα.
Μία μείωση της τιμής των εισιτηρίων λόγω μείωσης της φορολογίας θα λειτουργούσε αυξητικά στην επιβατική και μεταφορική κίνηση, σύμφωνα με τον ΣΕΕΝ. Επίσης, σε ό,τι αφορά τα καύσιμα, όπως σημειώνει, επιβαρύνονται με 17 δολάρια τον τόνο για την τήρηση των λεγόμενων στρατηγικών αποθεμάτων, ποσό σαφώς μεγαλύτερο από άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΟΣ - [email protected]