Ο επικεφαλής του Eurogroup, Γερούν Ντέισελμπλουμ, ήταν απολύτως σαφής κατά τη συνέντευξη που έδωσε χθες στην Αθήνα. Η συζήτηση για ενδεχόμενο νέο κούρεμα του ελληνικού χρέους μπορεί να ανοίξει τον Απρίλιο του 2014, καθώς τότε θα αποτιμηθεί η βιωσιμότητα του χρέους και -αν απαιτηθεί- θα αποφασισθούν παρεμβάσεις υπό δύο προϋποθέσεις: να υπάρξουν ετήσια πρωτογενή πλεονάσματα και να έχουν τηρηθεί κατά γράμμα οι όροι του προγράμματος. Με τις προϋποθέσεις αυτές συνέδεσε και τη μείωση της φορολογίας στη χώρα.
Τι ακριβώς είπε ο Ευρωπαίος αξιωματούχος; Πολύ απλά και χωρίς περιστροφές, ότι αναμένουμε σε κατάσταση λιτότητας, εφαρμόζουμε όλες τις προγραμματισμένες περικοπές και φορο-αφαιμάξεις τουλάχιστον για έναν ακόμη χρόνο, και βλέπουμε... Προφανώς, τα περιθώρια για αλλαγή του μείγματος πολιτικής δεν υπάρχουν για την Ελλάδα και ο προβληματισμός περί λιτότητας ή ανάπτυξης μπορεί να καλλιεργείται στα ανώτατα ηγετικά κλιμάκια της Ευρωζώνης, τους τελευταίους μήνες, αλλά δεν αφορά στην ελληνική υπόθεση, προς το παρόν.
Η κοινή Συνέντευξη Τύπου.
Αυτή και μόνο η αναφορά θα ήταν αρκετή για να διαλύσει τις προσδοκίες που προβάλλονται τελευταία από διάφορες αρμόδιες ή λιγότερο αρμόδιες πηγές, που κάνουν λόγο για την είσοδο της Ελλάδας στον ενάρετο κύκλο μέσω μεταρρυθμίσεων, για τη βελτίωση των συνθηκών στην αγορά, για πιο σύντομη έξοδο από την ύφεση, για επικείμενη βελτίωση της ρευστότητας.
Ομως, πριν από τις δηλώσεις αυτές, υπάρχουν τα γεγονότα που πιστοποιούν πως, αν ανατρέξει κανείς στις μεθόδους μέσω των οποίων ο προϋπολογισμός κρατείται σε τροχιά πλεονάσματος, θα διαπιστώσει πόσο ευάλωτη είναι η καλή εικόνα της δημοσιονομικής πορείας, ιδιαίτερα σε μια χώρα που η τάση δημιουργίας ελλειμμάτων είναι μάλλον εγγενής στη διαχείριση που ασκείται, η οποία, αν και έχει προσαρμοστεί λόγω της κρίσης, δεν έχει πείσει ότι πρόκειται για μόνιμη και όχι συγκυριακή προσαρμογή. Ακόμη πιο ηχηρά, όμως, είναι τα στοιχεία της ανεργίας του 28%, η οποία δεν έχει πάψει να θεριεύει, ενώ κάποιες εκτιμήσεις την ανεβάζουν σε 30% για το 2013.
Απέναντι σε αυτά τα δεδομένα, η Ευρώπη επιμένει -ευγενικά είναι η αλήθεια και με περισσότερη διακριτικότητα απ’ ό,τι παλαιότερα αλλά αποφασιστικά- στη διατήρηση του ίδιου μείγματος περιοριστικής πολιτικής, που συνεχίζει να πνίγει την εσωτερική ζήτηση και αφήνει την πιθανότητα ανάπτυξης μόνο στην αβέβαιη έλευση ξένων επενδυτών -με μεγάλη δόση αμφιβολίας, μάλιστα, στο αν θα υπάρξουν νέες θέσεις εργασίας- και στην αύξηση των εξαγωγών, που αποτελεί, ωστόσο, στόχο μακροπρόθεσμης απόδοσης. Το τρένο της ανάκαμψης αργεί. Προς το παρόν παραμένουμε στον αφιλόξενο σταθμό της λιτότητας.
ΝΙΚΟΣ ΦΡΑΝΤΖΗΣ - [email protected]