«Δεν υπάρχει περιθώριο για άλλες περικοπές και αυξήσεις φόρων. Η φοροδιαφυγή πλήττει, τελικά, τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους. Παρά τη μείωση των εισοδημάτων, οι τιμές παραμένουν υψηλές». Οι επισημάνσεις που έγιναν χθες στο συνέδριο του «Economist», δεν προέρχονται από κάποιο στέλεχος της αντιπολίτευσης, αλλά από το γνωστό σε όλους κ. Πολ Τόμσεν, αναπληρωτή διευθυντή του ευρωπαϊκού τμήματος του ΔΝΤ.
Ωστόσο, οι επισημάνσεις του κ. Τόμσεν δεν πρέπει να προκαλούν έκπληξη. Κι αυτό γιατί οφείλουμε να θυμόμαστε καλά ότι δεν είναι η πρώτη φορά που κάποιος από τους ελεγκτές της τρόικας αναφέρεται στην ανάγκη πάταξης της φοροδιαφυγής, στην ανισοκατανομή των επιβαρύνσεων, στην αδυναμία της οικονομίας να αντέξει νέες φορολογικές επιβαρύνσεις και περαιτέρω μείωση των εισοδημάτων, στην ανάγκη περιορισμού της δημόσιας σπατάλης.
Το αντίθετο, μάλιστα, από τις αρχικές συζητήσεις που είχαν γίνει το 2010 για τη σύνταξη του πρώτου μνημονίου, είχε καταστεί σαφές ότι το μείγμα των μέτρων που θα έπρεπε να ληφθούν, όφειλε να είναι τέτοιο, ώστε να ρίχνει το βάρος του στη μείωση των δαπανών του Δημοσίου και όχι στην επιβολή ισχυρής φορολογικής επιβάρυνσης στην οικονομία. Στο πεδίο των φορολογικών εσόδων, μάλιστα, είχε μετ’ επιτάσεως ζητηθεί αυτά να αυξηθούν με τη σύλληψη της φοροδιαφυγής και όχι με την εισαγωγή νέων φόρων.
Δεν ήταν μυστικό ότι η τρόικα συζητούσε πάντα για συγκεκριμένο δημοσιονομικό όφελος και απέμενε σε μας να επιλέξουμε τον τρόπο με τον οποίο θα επιτευχθούν οι στόχοι, δηλαδή την επιμέρους κατανομή και το είδος των μέτρων. Οι προτροπές αυτές δεν έπαψαν να υπάρχουν από τότε, αλλά οι ελληνικές κυβερνήσεις φρόντισαν να κάνουν ακριβώς το αντίθετο. Αντί της σύλληψης φορολογητέας ύλης και της περιστολής των σπάταλων δημοσίων δαπανών, προτίμησαν την εύκολη προσέγγιση των έκτακτων εισφορών που έγιναν τακτικές, την υπέρμετρη επιβάρυνση στην ακίνητη περιουσία με την έμπνευση του «χαρατσιού», την αύξηση των φορολογικών συντελεστών και, γενικότερα, την επίθεση σε όποια τμήματα του πληθυσμού είχαν ακόμη εισοδήματα, πέρα από αυτά που βρίσκονταν και βρίσκονται εκτός αγοράς εργασίας, θύματα μιας ζήτησης που συνεχώς περιορίζεται.
Η κυβέρνηση, μετά την επίτευξη της συμφωνίας με τους ελεγκτές, παρουσιάζεται με τη γραφικότητα του πρωτόπειρου επαγγελματία που κατάφερε, έπειτα από τερατώδη προσπάθεια, να διαπεραιώσει μια υπόθεση, η οποία στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα περισσότερο από διαδικασία ρουτίνας. Ανώτατα στελέχη της, μάλιστα, εκτιμούν ότι πρέπει να δουλέψουμε από τώρα οργανωμένα, ώστε να μη χρειαστεί να εμπλακούμε ξανά σε διαδικασία μακράς διαπραγμάτευσης με την τρόικα.
Οι απορίες που προκύπτουν είναι εύλογες: σε ποιον απευθύνεται η προτροπή για «οργανωμένη προσπάθεια» και, τελικά, σε αυτή τη διαπραγμάτευση ποιος είναι εκείνος που έχει δίκιο;
ΝΙΚΟΣ ΦΡΑΝΤΖΗΣ - [email protected]