Ανησυχίες για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η συνέχιση του δανεισμού των νοικοκυριών με υψηλούς ρυθμούς, εκφράζονται για πρώτη φορά από την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ).
Στην έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική, υπογραμμίζεται ότι «η συνέχιση του δανεισμού των νοικοκυριών με υψηλούς ρυθμούς θα αυξήσει υπερβολικά τις υποχρεώσεις τους και θα δημιουργήσει προβλήματα στην εξυπηρέτηση των δανείων. Επιπλέον, ο μέσος όρος της δανειακής επιβάρυνσης –ο οποίος είναι χαμηλότερος από αυτόν της Ε.Ε.– μπορεί να υποκρύπτει σημαντική υπερχρέωση ενός αριθμού νοκοκοκυριών».
Η κατάσταση αυτή, σύμφωνα με την ΤτΕ, ενδεχομένως να επηρεάσει την ποιότητα του χαρτοφυλακίου των τραπεζών.
Ειδικότερα, όσον αφορά στην εξέλιξη των επιμέρους κατηγοριών δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα, τα στεγαστικά δάνεια αυξήθηκαν το 2001 κατά 38,9% έναντι ανόδου κατά 31,2% το 2000. Η αύξηση των στεγαστικών δανείων συνδέεται και με την άνοδο των τιμών των ακινήτων, η οποία αυξάνει τις χρηματοδοτικές ανάγκες των αγοραστών. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΤτΕ οι τιμές των ακινήτων (κατοικιών) αυξήθηκαν κατά 11%-16%.
Ο ρυθμός ανόδου των καταναλωτικών δανείων διαμορφώθηκε στο 42,5%. Ετσι τα υπόλοιπα των καταναλωτικών δανείων αυξήθηκαν κατά 2,3 δισ. ευρώ ή 798 δισ. δρχ. Τη μεγαλύτερη αύξηση παρουσίασε ο δανεισμός μέσω πιστωτικών καρτών, καθώς τα υπόλοιπα αυτής της κατηγορίας αυξήθηκαν κατά 62,7%, ενώ με χαμηλότερους και επιβραδυνόμενους ρυθμούς αυξήθηκαν τόσο τα δάνεια που χορηγούνται έναντι δικαιολογητικών (κατά 35,1% έναντι 46,4% το 2001), όσο και τα προσωπικά δάνεια (έως ένα εκ. δρχ. χωρίς δικαιολογητικά), τα οποία αυξήθηκαν το 2001 με ρυθμό 22,4% έναντι 31,9% το 2000.
Σε σχέση με το ΑΕΠ το σύνολο των καταναλωτικών και των στεγαστικών δανείων ανερχόταν το 2001 στο 18% του ΑΕΠ έναντι 13,8% το 2000.