«Οι υφέσεις που διαδέχονται κρίσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα είναι συνήθως μακροχρόνιες και δριμείες», αναφέρουν τα πορίσματα πρόσφατης έρευνας που αναλύει 14 από τις «μεγαλύτερες» φούσκες του τραπεζικού τομέα, σύμφωνα με δημοσίευμα του Economist.
Στη διάρκεια του τριήμερου συνεδρίου της Αμερικανικής Οικονομικής Ένωσης (AEA) στο Σαν Φραντζίσκο, ο Κένεθ Ρογκόφ από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ ανακοίνωσε τα πορίσματα της έρευνας που εκπόνησε σε συνεργασία με την Κάρμεν Ρέινχαρτ από το Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ, τα οποία μπορούν να βυθίσουν σε μελαγχολία στον αναγνώστη, αναφέρει το βρετανικό περιοδικό.
Σύμφωνα με την έρευνα, μια ύφεση επιφέρει συρρίκνωση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ άνω του 9% σε σύγκριση με τα ιστορικά υψηλά και πρέπει να περάσουν δύο χρόνια για να φτάσει στο κατώτερο σημείο της. Πολύ μεγαλύτερη διάρκεια έχει, ωστόσο, η απόγνωση που επικρατεί στην αγορά εργασίας, καθώς η ανεργία που διαδέχεται την ύφεση αυξάνεται με ρυθμό 7% μετά την κατάρρευση μεγάλων ιδρυμάτων και κορυφώνεται πέντε περίπου έτη μετά το ξεκίνημα της ανοδικής πορείας της.
Εάν η ιστορία επαναληφθεί, επισημαίνει ο Economist, η ανεργία στην Αμερική θα αγγίξει το επίπεδο-ρεκόρ του 11-12% τα προσεχή έτη. Η φούσκα στην αγορά κατοικιών δεν αναμένεται να ξεφουσκώσει στο βραχυπρόθεσμο μέλλον, αναφέρει η έρευνα, καθώς οι τιμές των ακινήτων χρειάζονται μία πενταετία περίπου για να υποχωρήσουν κατά 36% σε πραγματικούς όρους και να κατέλθουν στο ναδίρ της αγοράς. Σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία, ωστόσο, οι μετοχές ανακάμπτουν γρηγορότερα αλλά μετρούν απώλειες της τάξης του 50% της αξίας τους περίπου.
Το πιο εντυπωσιακό εύρημα κατά τον κ. Ρογκόφ είναι οι επιδράσεις της δημοσιονομικής πολιτικής. Η αύξηση του πραγματικού δημοσιονομικού χρέους των κρατών που έχουν πληγεί από δεινές κρίσεις ανέρχεται στο 86% κατά μέσο όρο. Οι συγγραφείς διευκρινίζουν, ωστόσο, ότι η επιδείνωση αυτή δεν σχετίζεται ουσιαστικά με το κόστος των πακέτων διάσωσης των τραπεζών. Η διόγκωση του χρέους αντανακλά τη συρρίκνωση των εσόδων από φόρους εξαιτίας της ύφεσης και της μεγάλης αύξησης των δημόσιων δαπανών που επιστρατεύονται στις περισσότερες χώρες με σκοπό τη στήριξη της οικονομίας. Είναι συγκλονιστικό το ότι τόσο μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα δεν καταφέρουν να αναχαιτίσουν την πορεία των οικονομικών προς μια βαθιά και παρατεταμένη ύφεση, παρατηρεί το βρετανικό περιοδικό.
Παρά τις επιμέρους διαφωνίες, είναι συγκλονιστική η ομοφωνία των οικονομολόγων ως προς την ανάγκη εφαρμογής μιας δημοσιονομικής πολιτικής που θα οδηγήσει σε ενίσχυση της ζήτησης. Σχεδόν όλοι οι ομιλητές του συνεδρίου της κατέληξαν ότι είναι αναγκαία η παροχή δημοσιονομικών κινήτρων για αποτροπή περεταίρω επιδείνωσης της ύφεσης.
Τα «μεγάλα κεφάλια» της αμερικανικής οικονομίας, ωστόσο, δυσκολεύονται να συμφωνήσουν στο είδος των δημοσιονομικών μέτρων που πρέπει να ληφθούν. Σύμφωνα με τον Ρόμπερτ Χολ του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ, οι φοροαπαλλαγές έχουν το βασικό μειονέκτημα ότι δεν εγγυώνται ότι η επιπλέον αγοραστική δύναμη θα χρησιμοποιηθεί όταν η οικονομία βρίσκεται στη χειρότερη στιγμή της—πράγματι, οι ανήσυχοι καταναλωτές είναι πιθανότερο να αποταμιεύσουν παρά να ξοδέψουν τα χρήματα που εξοικονομούν από τη μείωση της φορολογίας. Οι αγορές που πραγματοποιούνται απευθείας από την κυβέρνηση φαίνεται να έχουν πιο άμεσα αποτελέσματα, ωστόσο, ελλοχεύει ο κίνδυνος τα οφέλη από τις πρόσθετες δαπάνες να δεσμευτούν από τους κατασκευαστές. Η μείωση των φόρων επί των πωλήσεων με τη χρηματοδότηση του κράτους φαίνεται να είναι καλύτερη λύση, καταλήγει ο Economist.