Η επαρχία Χούναν έστελνε κάποτε ένα εκατομμύριο νέους αγρότες κάθε χρόνο στις αναπτυσσόμενες πόλεις της Κίνας. Πλέον, η οικονομική κρίση αναγκάζει την τοπική κυβέρνηση να αναζητήσει τρόπους να συγκρατήσει τα δύο εκατομμύρια των ανέργων της ώστε να μην βγουν στο δρόμο.
Το Πεκίνο φοβάται ότι η μεγεθυνόμενη ανεργία θα προκαλέσει ταραχές και αποσταθεροποίηση και διέταξε τις τοπικές κυβερνήσεις να παρέχουν στους πολίτες όποιας μορφής απασχόληση μπορούν.
Πάνω από 20 εκατ. εσωτερικοί μετανάστες έμειναν άνεργοι, ανακοίνωσε η κυβέρνηση αυτήν την εβδομάδα. Έξι εκατομμύρια φοιτητές θα εισέλθουν αργότερα εφέτος, με την αποφοίτησή τους, στην αγορά εργασίας. Η καταπολέμηση της ανεργίας μετατράπηκε, ως εκ τούτου, σε κυβερνητική προτεραιότητα.
Η Χούναν αποτελεί τυπικό παράδειγμα μιας φτωχής κινεζικής επαρχίας με μεγάλο πληθυσμό. Επί χρόνια, κύματα μεταναστών εργατών την εγκατέλειπαν για να πάνε στις πόλεις, να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή, να ξεφύγουν από τη σκληρή αγροτική ζωή. Όμως σήμερα υπάρχουν πάνω από δύο εκατομμύρια πολίτες της επαρχίας που αναζητούν εργασία, στην πλειονότητά τους απολυμένοι από εργοστάσια με εξαγωγικό προσανατολισμό, καθώς η παγκόσμια οικονομική κρίση γίνεται αισθητή ως ακόμα και την καρδιά της επαρχιακής Κίνας.
Ο επικεφαλής της υπηρεσίας κοινωνικής πρόνοιας της Χούναν, Ζιάο Σιανγκπίνγκ, δηλώνει πως «είναι ξεκάθαρο ότι η κρίση είχε συνέπειες, και αυτές οι συνέπειες είναι πολύ μεγάλες». Η επαρχία χρηματοδοτεί με 4 δισ. γιούαν (585 εκατ. δολ. ή 461 εκατ. ευρώ) διάφορα προγράμματα μερικής απασχόλησης και επιμόρφωσης ώστε να περάσει η κρίση όσο πιο ανώδυνα γίνεται.
Χειρίζεται τη χορήγηση υποτροφιών, την υπαγωγή εργαζομένων σε επιδόματα, δημιουργεί υπηρεσίες εύρεσης εργασίας και χορηγεί την δημιουργία θέσεων εργασίας, ενώ χρηματοδοτεί επίσης την παραμονή υποαπασχολούμενων εργαζόμενων στα μισθολόγια και δίνει σε νέες επιχειρήσεις και νέους επιχειρηματίες φοροαπαλλαγές. Ωστόσο για το Ζιάο τα προβλήματα μόλις τώρα αρχίζουν.
«Το Νοέμβριο, περίπου 16% έως 17% των μεταναστών εργαζομένων είχαν ήδη επιστρέψει για τη γιορτή της άνοιξης», είπε. Η έξοδος αυτή αποτελούσε ήδη μια ένδειξη του προβλήματος. Από τους περίπου 10 εκατ. μετανάστες προς άλλες περιοχές της Κίνας, τα έξι εκατομμύρια γιόρτασαν το κινεζικό νέο έτος στους νέους τόπους διαμονής τους, αλλά πάνω από τρία εκατομμύρια ταξίδεψαν στην ιδιαίτερη πατρίδα τους. Όταν η περίοδος των διακοπών τέλειωσε, το εν τρίτο των βιομηχανικών εργατών, των οικοδόμων, των σερβιτόρων και των άλλων εργαζόμενων που επέστρεψαν, παρέμειναν: δεν είχαν πλέον δουλειές για να επιστρέψουν σε αυτές.
Σχεδόν 700.000 εξ όσων επέστρεψαν εξακολουθούν να ψάχνουν για δουλειά σε παράκτιες πόλεις. Στη Χούναν περίπου 360.000 νέοι απόφοιτοι θα αποφοιτήσουν και θα αρχίσουν να αναζητούν δουλειά το καλοκαίρι, προσέθεσε ο Ζιάο.
Η κυβέρνηση ελπίζει ότι οι επιδοτήσεις και τα προγράμματα που έχει σχεδιάσει θα καλύψουν τις ανάγκες μέρους των ανέργων και θα διατηρήσει την ανάπτυξη στο ρυθμό-στόχο του 10%. Κάθε ποσοστιαία μονάδα ανάπτυξης σημαίνει 50.000 νέες θέσεις εργασίας το χρόνο, εκτιμά ο Ζιάο, και αυτό σημαίνει ότι ήδη η μείωση του ρυθμού αύξησης του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, που βρισκόταν στο 14,5% το 2007, έχει αρχίσει να έχει αισθητές συνέπειες.
Ακόμη, ο Ζιάο ανησυχεί για άλλο ένα εκατομμύριο αγρότες που δεν είναι καταγεγραμμένοι στις κυβερνητικές στατιστικές της ανεργίας.
Πρόκειται για νέους και νέες που, στο πλαίσιο της πολιτικής της επαρχίας για την καταπολέμηση της φτώχειας, ενθαρρύνται να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να μεταναστεύουν στις πόλεις, κάτι που επιτρέπει και την εκμηχάνιση, εν μέρει, της αγροτικής παραγωγής.
Μέρος των κρατικών δαπανών έχουν στόχο να αναβάλουν το κλείσιμο του εισοδηματικού χάσματος επαρχίας-αστικών κέντρων προσφέροντας σε σπουδαστές και φοιτητές που δεν ολοκλήρωσαν το γυμνάσιο ή το πανεπιστήμιο δίδακτρα αξίας 1.500 γιούαν και για τους πιο φτωχούς εξ αυτών αμοιβές για εργασία ενός χρόνου.
Σύμφωνα με το Ζιάο, αυτό «μειώνει την πίεση να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας άμεσα και όταν η οικονομία θα αρχίσει να ανανήπτει και η χώρα θα χρειάζεται νέους εργαζόμενους, θα είναι πιο ικανοί και θα έχουν καλύτερα εφόδια για να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό».