Αυστηρότερους όρους και προϋποθέσεις για την πρόληψη και αποτροπή της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες επιβάλλει η Τράπεζα της Ελλάδος στις τράπεζες.
Με απόφαση που εκδόθηκε σήμερα, εκσυγχρονίζονται και εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις όλων των εποπτευομένων από την Τράπεζα της Ελλάδος προσώπων, οι οποίοι είναι είναι υπεύθυνοι για την παρακολούθηση των διαδικασιών πρόληψης στα πιστωτικά ιδρύματα.
Ακόμη, επιβάλλεται στα πιστωτικά ιδρύματα να έχουν καταγεγραμμένη πολιτική για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας, εγκεκριμένη από το Διοικητικό τους Συμβούλιο, πέραν από την ήδη προβλεπόμενη υποχρέωση εφαρμογής συγκεκριμένων μέτρων και διαδικασιών για το σκοπό αυτό. Ενισχύεται ο ρόλος και εξειδικεύονται τα καθήκοντα του Διευθυντικού Στελέχους, που κάθε εποπτευόμενο πρόσωπο οφείλει να ορίζει για τη γνωστοποίηση ύποπτων συναλλαγών στην Επιτροπή του πιο πάνω νόμου, η οποία είναι επιφορτισμένη με την αρμοδιότητα της περαιτέρω διερεύνησής τους.
Παρέχονται αναλυτικές οδηγίες στα εποπτευόμενα πρόσωπα για την εφαρμογή μεθοδολογίας αντιμετώπισης του ξεπλύματος χρήματος, ανά κατηγορία κινδύνου πελατών και συναλλαγών, με ιδιαίτερη έμφαση σε κατηγορίες, όπως οι εξωχώριες (offshore) επιχειρήσεις, οι χώρες που δεν εφαρμόζουν επαρκώς τις συστάσεις της FATF, οι συναλλαγές χωρίς τη φυσική παρουσία του πελάτη.
Τέλος, συνιστάται στα πιστωτικά ιδρύματα, για συναλλαγές που αφορούν ποσά μεγαλύτερα των 250.000, να αποφεύγεται η χρήση μετρητών, η δε απόδοση των χρημάτων στον πελάτη να γίνεται μέσω έκδοσης τραπεζικής επιταγής ή εντολής πληρωμής σε τραπεζικό λογαριασμό.
Από την πλευρά τους τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να καθορίζουν και επαναξιολογούν σε τακτική βάση την πολιτική αποδοχής νέων πελατών και τα κριτήρια μη αποδεκτού κινδύνου, μετά από ενδελεχή αξιολόγηση των κινδύνων που αντιμετωπίζουν από τους υπάρχοντες και νέους πελάτες, τις συναλλαγές, τις χώρες προέλευσης ή διεξαγωγής των εργασιών τους καθώς και από την υιοθέτηση νέων προϊόντων και υπηρεσιών.
Οφείλουν έτσι να διαμορφώνουν ένα πλήρες οικονομικό/συναλλακτικό προφίλ του πελάτη και του πραγματικού δικαιούχου, με σκοπό την κατηγοριοποίηση αυτών με βάση τον κίνδυνο ξεπλύματος χρήματος και τη λήψη των αντίστοιχων μέτρων δέουσας επιμέλειας. Θα πρέπει επίσης να διασφαλίζουν με τη συμπλήρωση των στοιχείων ταυτότητας των υπαρχόντων πελατών και πραγματικών δικαιούχων σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας και υιοθετούν διαδικασίες ελέγχου και επικαιροποίησης των στοιχείων αυτών. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να εγκαταστήσουν κατάλληλα πληροφοριακά συστήματα για τη διαρκή παρακολούθηση και τον εντοπισμό ύποπτων είτε ασυνηθών συναλλαγών ή δραστηριοτήτων.
Αναφορικά με τις ευθύνες τις διοίκησης θα πρέπει να εξειδικεύουν το ρόλο, την ευθύνη και τα καθήκοντα του αρμόδιου διευθυντικού στελέχους και της μονάδας της οποίας τυχόν προΐσταται, κατανέμουν σαφώς ευθύνες και καθήκοντα στα εμπλεκόμενα με τις συναλλαγές και εργασίες του πιστωτικού ιδρύματος πρόσωπα και υπηρεσιακές μονάδες, για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής της πολιτικής, των διαδικασιών και των ελέγχων καταπολέμησης του ξεπλύματος χρήματος. Τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε τα διευθυντικά στελέχη και το αρμόδιο τμήμα να μπορούν να συνεκτιμήσουν το συνολικό χαρτοφυλάκιο που διατηρεί ο πελάτης στο πιστωτικό ίδρυμα και ενδεχομένως σε άλλες εταιρείες του ομίλου.
Λαμβάνουν κάθε πρόσφορο μέτρο συμπεριλαμβανομένης της μη κατάρτισης της συναλλαγής ή της διακοπής της συναλλακτικής σχέσης με τον πελάτη και τον πραγματικό δικαιούχο, σε περίπτωση που: α) δεν έχουν ικανοποιηθεί οι όροι της πιστοποίησης και επαλήθευσης της ταυτότητάς του.
Τέλος μεριμνούν ώστε οι ανωτέρω υποχρεώσεις, να εφαρμόζονται τόσο στις θυγατρικές του εταιρείες στην Ελλάδα και το εξωτερικό, όσο και στα υποκαταστήματα και στα γραφεία αντιπροσωπείας του στο εξωτερικό.