Αυτό ζητά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ο εποπτικός της βραχίονάς της, ο SSM, από όλα τα μεγάλα πιστωτικά ιδρύματα της Ευρώπης και τις συστημικές ελληνικές τράπεζες.
Πιο συγκεκριμένα, η ΕΚΤ ζητά επιτακτικά με επιστολή της βασικό και δυσμενές (stress) σενάριο από τις ευρωπαϊκές -και ασφαλώς και τις ελληνικές- τράπεζες, τις οποίες και εποπτεύει, αναγνωρίζοντας πως τα μακροοικονομικά δεδομένα έχουν πλήρως μεταβληθεί και άρα όσα μέχρι σήμερα αποτέλεσαν παραδοχές έχουν πάψει να ισχύουν.
Επανέλεγχος
Κατά τη λογική αυτή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θεωρεί πως όσα οι εμπορικές τράπεζες έδωσαν ως χρηματοοικονομικά και κεφαλαιακά πλάνα το α’ τρίμηνο του 2022 επανελέγχονται.
Είναι η πρώτη φορά που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με τόσο εμφατικό τρόπο επισημαίνει τους κινδύνους από την αλλαγή του μακροοικονομικού περιβάλλοντος που έχουν προκύψει λόγω του ενεργειακού κόστους και του πληθωρισμού ως απότοκα του πολέμου στην Ουκρανία.
Προβληματισμός
Ο εποπτικός βραχίονας της ΕΚΤ που έχει υποδεχθεί μέχρι στιγμής τα στοιχεία των τραπεζών φαίνεται να εκφράζει ανησυχίες μετά τις πρόσφατες εξελίξεις και κυρίως μετά την άνοδο των επιτοκίων, που διαμορφώνουν έναν πολύ διαφορετικό ορίζοντα για τα ευρωπαϊκά πιστωτικά ιδρύματα.
Η αξία των περιουσιακών στοιχείων των πιστωτικών ιδρυμάτων μπορεί να επηρεαστεί πολύ από το μακροοικονομικό περιβάλλον. Μέσα σε αυτά τα περιουσιακά στοιχεία συγκαταλέγονται ασφαλώς και τα δάνεια των τραπεζών.
Όπως εκτιμάται τόσο από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών όσο και από τον SSM, το 2023 μπορεί να αποτελέσει έτος ύφεσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σε κάθε περίπτωση οι τράπεζες ενδέχεται στην παρούσα φάση να επωφελούνται από έκτακτα κέρδη λόγω των αποθεματικών που έχουν κατατεθειμένα στην ΕΚΤ (τα επιτόκια αναφοράς περίπου τριπλασιάζονται και κινούνται στο 1,5%-2%), ωστόσο οι αρχές θεωρούν απολύτως βέβαιο πως σύντομα οι τράπεζες θα αντιμετωπίσουν αυξημένο κόστος για τη διατήρηση των καταθέσεων -θα αναγκαστούν να δώσουν τόκους-, αλλά κυρίως θα αντιμετωπίσουν νέα κόκκινα δάνεια.
Τα εγχώρια διλήμματα
Ασφαλώς η νέα απαίτηση της ΕΚΤ έχει ιδιαίτερη σημασία για τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες εντελώς πρόσφατα και με μεγάλο κόστος εξυγίαναν τους ισολογισμούς τους από τα κόκκινα δάνεια, ανέφεραν σημαντικές προοπτικές κερδοφορίας, ενώ ορισμένες προγραμματίζουν και τη διανομή μερίσματος.
Το παραπάνω θέμα για την εγχώρια αγορά αναδεικνύεται επομένως ως εξαιρετικά κρίσιμο. Εγείρονται ερωτήματα για το αν η προοπτική κερδοφορίας των τραπεζών τόσο φέτος όσο και του χρόνου ισχύει ή όχι, όπως επίσης για το αν η πιστωτική επέκταση μέσω της οποίας οι τράπεζες θα τροφοδοτήσουν αναπτυξιακές προοπτικές για την οικονομία θα έχει τους ίδιους ρυθμούς με εκείνους που αρχικώς προβλέφθηκαν ή όχι. Έτσι ζητείται από όλες τις τράπεζες που θεωρούνται Σημαντικά Πιστωτικά Ιδρύματα, δηλαδή τις συστημικές τράπεζες της Ευρώπης (μεταξύ των οποίων Εθνική, Eurobank, Alpha Bank και Τράπεζα Πειραιώς) και οι οποίες κατέγραψαν όπως κάθε χρόνο τις προοπτικές τους για το 2022-2023 τον περασμένο Μάρτιο, να επαναλάβουν την άσκηση υπό κανονικό και δυσμενές σενάριο μιας και δεν ισχύουν οι παραδοχές για την οικονομία της Ευρώπης και αυτές έχουν μεταβληθεί προς το χειρότερο.
Αντικείμενο αποτελεί η αξιολόγηση της ευρωστίας των τραπεζών, των νέων κινδύνων, της επάρκειας των κεφαλαίων τους
Όλο το παραπάνω ας σημειωθεί πως για τη χώρα μας έχει και μια θετική διάσταση: την εκτίμηση για συνέχιση της ανάπτυξης, ιδιαιτέρως λόγω των θετικών στοιχείων του τουρισμού.
Τα stress tests του 2023
Οι απαντήσεις που θα δώσουν οι τράπεζες στα ερωτήματα της ΕΚΤ θεωρείται περίπου βέβαιο πως θα αποτελέσουν ένα πρόπλασμα για τα stress tests των τραπεζών που έχουν δρομολογηθεί μέσα στο 2023, αφού θα καθορίσουν σε σημαντικό βαθμό τα μοντέλα που θα χρησιμοποιηθούν ανά χώρα.
Υπενθυμίζεται πως οι τράπεζες έχουν να αντιμετωπίσουν στο τέλος του έτους την έναρξη της διαδικασίας για τα νέα stress tests του 2023 (τακτική άσκηση), τα οποία θα διενεργηθούν με στοιχεία του τέλους 2022. Η έκτακτη άσκηση στην οποία θα υποβληθούν οι συστημικές ευρωπαϊκές τράπεζες στόχος είναι να έχει ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του έτους, αφού ζητείται από τα πιστωτικά ιδρύματα να δώσουν τις απαντήσεις τους έως το τέλος Οκτωβρίου αρχές Νοεμβρίου.