Την ώρα που η είδηση για τη διάσωση της Citigroup προκαλούσε ευφορία στη Wall Street, πολλοί αναλυτές εξέφραζαν ανησυχίες ότι η πρόσκαιρη ανακούφιση θα έδινε σύντομα τη θέση της στον έντονο προβληματισμό.
Μπορεί η Citigroup να σταθεροποιήθηκε με κρατική παρέμβαση, αλλά οι προοπτικές του κλάδου συνολικά κάθε άλλο παρά ευοίωνες είναι, σημειώνουν οι New York Times.
Με τα ελλείμματα να διογκώνονται είναι πιθανό να στραφούν στο κράτος και άλλες τράπεζες προσδοκώντας εξάλειψη των ζημιών τους, αναφέρουν σε σημερινό δημοσίευμά τους οι New York Times. Στο τέλος της αλυσίδας, τα χρήματα των φορολογουμένων θα έχουν μετατραπεί σε εγγυήσεις δισεκατομμυρίων δολαρίων υπέρ των τοξικών στοιχείων των τραπεζών. Ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Χένρι Πόλσον αναμένεται να ανακοινώσει σήμερα την εκπόνηση νέου σχεδίου για την ενίσχυση της αγοράς καταναλωτικής πίστης. Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, η πρόσφατη προσπάθεια σταθεροποίησης της Citigroup εξουδετέρωσε τον κίνδυνο άμεσης κατάρρευσης του τραπεζικού κολοσσού που θα μπορούσε να προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις σε όλο το φάσμα του χρηματοπιστωτικού κλάδου.
Σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, όμως, το νέο σχέδιο διάσωσης μπορεί να αποδειχτεί βραχνάς για τις ρυθμιστικές αρχές και τους φορολογούμενους. Δεν αποκλείεται η πρωτοβουλία της αμερικανικής κυβέρνησης να ενθαρρύνει τελικώς τις τράπεζες να αναλάβουν μεγαλύτερους κινδύνους επαναπαυόμενες στην κρατική παρέμβαση.
Με την ύφεση να διακρίνεται στον ορίζοντα, αν όχι στο κατώφλι, των ΗΠΑ οι τράπεζες -μικρές και μεγάλες- λαμβάνουν μέτρα για τις υψηλότερες επισφάλειες που έρχονται, ιδίως από τους κλάδους ακινήτων, αυτοκινήτων και πιστωτικών καρτών. Αρκετές από αυτές έχουν μειώσει τις χορηγήσεις, παρά τα κρατικά κεφάλαια ύψους 300 δισ. δολαρίων με τα οποία έχει ενισχυθεί ο τραπεζικός κλάδος.
Οι προνοητικοί επενδυτές έχουν ήδη αρχίσει να αναρωτιούνται ποιες τράπεζες είναι επόμενες στη σειρά. Εάν η εμπιστοσύνη υποχωρήσει ακόμη περισσότερο, οι μεγάλοι δανειοδότες είναι πιθανό να καταφύγουν στην κυβέρνηση για σύναψη συμφωνίας ανάλογης με αυτή της Citigroup, βάσει της οποίας η κυβέρνηση δεσμεύτηκε να εξαγοράσει ζημιογόνα στοιχεία ενεργητικού αξίας 290 δισ. δολάρια. Όταν οι ρυθμιστικές αρχές συνέτασσαν το συγκεκριμένο σχέδιο, είχαν στο πίσω μέρος του μυαλού τους ότι θα χρησιμοποιηθεί ως πρότυπο για την κατάρτιση μελλοντικών σχεδίων διάσωσης, εκτιμά η εφημερίδα.
Ανησυχίες εγείρουν επίσης οι μεγάλοι ανταγωνιστές της Citigroup. Εν μία νυκτί, η Citigroup μεταμορφώθηκε από την «πληγή» του τραπεζικού κλάδου σε «δυνατό παίκτη» χάρη στο συγκριτικό πλεονέκτημα που διαθέτει σήμερα έναντι των ανταγωνιστών της. Η κυβέρνηση, εκτός από τις εγγυήσεις 250 δισ. δολαρίων που χορήγησε έναντι των επισφαλών απαιτήσεων της Citigroup, τροφοδότησε την τράπεζα με επιπλέον 20 δισ. δολάρια.
Όπως είναι επόμενο, η Citigroup είναι πλέον σε θέσει να δανείζει χρήματα στις κεφαλαιαγορές σε χαμηλότερα επιτόκια από τους ανταγωνιστές της.
Το ερώτημα είναι πώς θα αντιδράσουν οι υπόλοιποι μεγάλοι τραπεζικοί όμιλοι, μεταξύ των οποίων η Bank of America, η JPMorgan Chase και η Wells Fargo. Όλες τους κάθονται πάνω στην ωρολογιακή βόμβα που αποτελείται από τα ενυπόθηκα δάνεια κατοικίας, το χρέος πιστωτικών καρτών και τα δάνεια αγοράς εταιρικών και εμπορικών ακινήτων, η αξία των οποίων μειώνεται δραματικά.
Πηγή: New York Times