Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
Από την αρχή του χρόνου, ο δείκτης CRB, ο οποίος περιλαμβάνει τις τιμές 19 εμπορευμάτων (ενέργεια, μέταλλα και γεωργικά προϊόντα), έχει εκτιναχθεί περισσότερο από 33% (και σχεδόν 54% σε διάστημα ενός έτους).
Στην ενεργειακή κρίση και τις αναταράξεις στην εφοδιαστική αλυσίδα, που είχαν ξεκινήσει από το 2021, ήρθε να προστεθεί και ο πόλεμος στην Ουκρανία, γεγονός που έχει απογειώσει τις τιμές των εμπορευμάτων, απειλώντας να προκαλέσει ύφεση και κοινωνική αναταραχή. «Η άνοδος των τιμών των εμπορευμάτων στον απόηχο του πολέμου στην Ουκρανία είναι πιθανό να επιβαρύνει την παγκόσμια ανάπτυξη και να αυξήσει τον πληθωρισμό» εκτιμά η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS). Προειδοποιεί ότι η αρνητική αυτή εξέλιξη θα μπορούσε να μειώσει το ΑΕΠ των ανεπτυγμένων οικονομιών κατά 0,7 μονάδες έως το 2023 και να αυξήσει τον πληθωρισμό κατά μία μονάδα. «Οι τιμές του αργού πετρελαίου έχουν αυξηθεί περισσότερο από 30%, του φυσικού αερίου στην Ευρώπη κατά περισσότερο από 60%, των τροφίμων και των μετάλλων έχουν επίσης αυξηθεί» σημειώνουν οι αναλυτές της BIS.
Στην περίπτωση της Ρωσίας, οι δυτικές κυρώσεις δεν θα μειώσουν μόνο την προσφορά ενεργειακών προϊόντων, αλλά και αυτή των λιπασμάτων, γεγονός που «θα μειώσει τις αποδόσεις της παγκόσμιας αγροτικής παραγωγής» επισημαίνουν οι αναλυτές. «Η Ρωσία, που υπόκειται στις δυτικές κυρώσεις, και η Ουκρανία, μια χώρα που υποφέρει από την καταστροφή του πολέμου, αντιπροσωπεύουν μαζί το 10% της παγκόσμιας προσφοράς πετρελαίου και σιταριού, το 5% του καλαμποκιού και περισσότερο από το 20% της παγκόσμιας παραγωγής φυσικού αερίου. Είναι επίσης απαραίτητο να προστεθεί η σημαντική παραγωγή μετάλλων στις δύο χώρες -10% στο νικέλιο και 35% στο παλλάδιο, που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή αεροσκαφών, αυτοκινήτων και ημιαγωγών.
Αντίκτυπο στον πληθωρισμό
Η μείωση της προσφοράς εμπορευμάτων που προκλήθηκε από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει αντίκτυπο στην παγκόσμια ανάπτυξη και τον πληθωρισμό. «Μια αύξηση 10% στις τιμές του πετρελαίου που προκαλείται από τη χαμηλή παγκόσμια προσφορά αργού μειώνει το ΑΕΠ κατά μέσο όρο για τις ανεπτυγμένες οικονομίες κατά 0,5%, μετά από 2 χρόνια» λένε οι αναλυτές της BIS.
Η εξέλιξη αυτή πυροδοτεί και τις πληθωριστικές πιέσεις, καθώς η αύξηση της τιμής του πετρελαίου κατά 10% αυξάνει τον πληθωρισμό κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες. Το υψηλό κόστος των πρώτων υλών μετακυλίεται άμεσα στα καταναλωτικά προϊόντα, για παράδειγμα το αργό στην βενζίνη, και το σιτάρι στο ψωμί, αλλά και έμμεσα μέσω της βιομηχανικής παραγωγής, όπως στην περίπτωση των μετάλλων, που αυξάνουν την τιμή του τελικού προϊόντος για τον καταναλωτή και μειώνουν την αγοραστική δύναμη.
Με βάση τις τρέχουσες τάσεις στις τιμές των εμπορευμάτων, η BIS εκτιμά ότι αναμένεται να αυξηθεί ο πληθωρισμός κατά μια ποσοστιαία μονάδα στις ανεπτυγμένες οικονομίες. Ηδη ο πληθωρισμός έφτασε στα επίπεδα ρεκόρ του 7,4% σε διάστημα ενός έτους στη ζώνη του ευρώ τον Απρίλιο.
Η εναλλακτική της Ιβηρικής
Μήπως τελικά οδεύουμε σε ένα πετρελαϊκό σοκ, όπως στη δεκαετία του 1970, όπως λέει ο γάλλος υπουργός Οικονομίας, Μπρουνό Λε Μερ; Οι ειδικοί της BIS δεν συμφωνούν με αυτή την εκτίμηση: «Το 1973, οι τιμές του πετρελαίου είχαν διπλασιαστεί σε μια εβδομάδα, και το 1979, σε ένα χρόνο» λένε και εξηγούν: «Σήμερα, οι τιμές του αργού είναι λίγο πάνω από 50% υψηλότερες από εκείνες που ήταν στις αρχές του 2022. Και σε πραγματικούς όρους βρίσκονται κάτω από τα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του 2010.
Οι αναλυτές της BIS επισημαίνουν επίσης ότι σε σύγκριση με τη δεκαετία του 1970, χρειάζεται η μισή ποσότητα πετρελαίου για να παραχθεί η ίδια μονάδα ΑΕΠ.
Έχει αλλάξει και το θεσμικό πλαίσιο. Η νομισματική πολιτική δεν ασκείται πλέον απευθείας από τις κυβερνήσεις, οι οποίες τη χρησιμοποίησαν πολιτικά, αλλά από ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες που έχουν στόχο ο πληθωρισμός να κινείται γύρω στο 2%.
Αυτή η αλλαγή έθεσε τον πληθωρισμό υπό έλεγχο, σε αντίθεση με τη δεκαετία του 1970.
Αν και το σενάριο του ενδεχόμενου στασιμοπληθωρισμού όπως στη δεκαετία του 1970 φαίνεται απίθανο, σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, από την άλλη πλευρά, η διατήρηση των υψηλών και ασταθών τιμών των πρώτων υλών θα μπορούσε να διαταράξει την παγκόσμια οικονομία. Άλλωστε, υπάρχει και η εναλλακτική: Όπως τονίζει ο Φάμπιο Μπαλμπόνι, οικονομολόγος της HSBC, «στην Ισπανία και την Πορτογαλία, για παράδειγμα, δόθηκε το πράσινο φως από την ΕΕ να μειώσουν τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος. Η τιμή του φυσικού αερίου που χρησιμοποιείται από τους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής στην Ιβηρική Χερσόνησο αναμένεται να φτάσει κατά μέσο όρο τα 50 ευρώ/MWh τους επόμενους 12 μήνες έναντι 95 ευρώ αυτή τη στιγμή». Η κίνηση αυτή «θα μειώσει τον πληθωρισμό τους κατά περίπου 1,5 ποσοστιαίες μονάδες» τονίζει ο οικονομολόγος της HSBC.