Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
Ένα φιλόδοξο σχέδιο παρουσίασε σήμερα η Κομισιόν με στόχο την αύξηση της παραγωγής ημιαγωγών στη Γηραιά Ηπειρο. Πρόκειται για τον λεγόμενο νόμο “Chips act” με τον οποίο η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν σχεδιάζει να διαθέσει 42 δισεκατομμύρια ευρώ από δημόσιους πόρους για επενδύσεις στην παραγωγή ημιαγωγών.
Ο νόμος για τα microchip έχει σκοπό να αποτρέψει την Ευρώπη να μείνει πίσω από άλλες περιοχές όπως η Ασία ή η Αμερική, που επενδύουν επίσης τεράστια ποσά σε αυτόν τον κλάδο της βιομηχανίας.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν διαθέσει μέχρι τώρα περίπου 52 δισεκατομμύρια δολάρια στον τομέα αυτό και η Κίνα σχεδιάζει να επενδύσει περίπου 150 δισεκατομμύρια μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Τώρα η ΕΕ ακολουθεί το παράδειγμά τους: 12 δισ. ευρώ πρόκειται να δοθούν για έρευνα και ανάπτυξη και 30 δισεκατομμύρια για την κατασκευή μεγάλων εγκαταστάσεων παραγωγής.
Η πρόεδρος της Επιτροπής φον ντερ Λάιεν ανακοίνωσε στην ομιλία της για την κατάσταση της Ένωσης στα μέσα Σεπτεμβρίου ότι ήθελε να δημιουργήσει ένα ευρωπαϊκό οικονομικό σύστημα για μικροτσίπ.
Οι ημιαγωγοί χρειάζονται πλέον παντού: Στους υπολογιστές, τα smartphones, τις τηλεοράσεις, τα αυτοκίνητα,τα αεροπλάνα, καθώς και σε πλυντήρια, κλιματιστικά και ηλιακούς συλλέκτες. Και με την ψηφιοποίηση της οικονομίας θα είναι όλο και πιο αναγκαίοι σε κάθε κλάδο.
Στη Γερμανία, για παράδειγμα, η αυτοκινητοβιομηχανία υποφέρει σήμερα από την έλλειψη ημιαγωγών, όπως και οι εταιρείες που κατασκευάζουν ηλεκτρονικά είδη ψυχαγωγίας, κονσόλες παιχνιδιών ή εξαρτήματα υπολογιστών. Οι καταναλωτές παρατηρούν αυτήν τη στιγμή την κρίση στην παραγωγή ημιαγωγών ,για παράδειγμα στους μεγάλους χρόνους αναμονής για νέα αυτοκίνητα ή προβλήματα παράδοσης με τις πιο πρόσφατες κονσόλες παιχνιδιών, όπως το Playstation 5.
Στόχος ο διπλασιασμός της παραγωγής
Σήμερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση παράγει λιγότερο από το 10% των ημιαγωγών παγκοσμίως, σε σύγκριση με το 40% πριν από 30 χρόνια. Με την παγκοσμιοποίηση, έχει αποσυρθεί από αυτό το κομμάτι της οικονομίας, προς όφελος των Ηνωμένων Πολιτειών και ακόμη περισσότερο της Ασίας. Όμως η πανδημία του Covid-19 έχει εκθέσει τα όρια αυτού του μοντέλου. Οι Ευρωπαίοι συνειδητοποίησαν βίαια ότι, εν μία νυκτί, οι προμηθευτές τους θα μπορούσαν να σταματήσουν να τους εξυπηρετούν, όπως βίωσαν στο κόστος τους με μάσκες την άνοιξη του 2020.
Σύμφωνα με τον Επίτροπο Εσωτερικής Αγοράς Τιερί Μπρετόν, το μερίδιο της ΕΕ στην παγκόσμια αγορά ημιαγωγών πρόκειται να διπλασιαστεί και να αυξηθεί στο 20%
«Για τους ημιαγωγούς, εξαρτόμαστε κατά 80% από την Ασία και ειδικά κατά 60% από την Ταϊβάν», λέει συνοψίζει ο Μπρετόν.«Αν η Ταϊβάν δεν ήταν πλέον σε θέση να εξάγει, σε τρεις εβδομάδες, όλα τα εργοστάσια στον κόσμο θα σταματούσαν» , προσθέτει ο Γάλλος Επίτροπος.
«Η μικροηλεκτρονική είναι βασική τεχνολογία στην ψηφιακή εποχή και οι ημιαγωγοί αποτελούν τη βάση για όλες τις ψηφιακές εφαρμογές», τονίζει ο Πρόεδρος της γερμανικής Ψηφιακής ένωσης Bitkom, Αχίμ Μπεργκ.»
Στόχος πρέπει να είναι η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού μικροηλεκτρονικού οικοσυστήματος. Αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνει τόσο το σχεδιασμό όσο και την παραγωγή. Αλλά το άνοιγμα στην παγκόσμια αγορά πρέπει επίσης να διατηρηθεί».
Δύο τάσεις στην Κομισιόν
Στη δημιουργία του νέου νόμου για τους ημιαγωγούς έπαιξαν ρόλο δύο αξιωματούχοι της Κομισιόν, οι οποίοι κινήθηκαν από διαφορετική οπτική γωνία και χρειάστηκε να βρεθεί συμβιβαστική λύση: Ο Τιερί Μπρετόν και η Δανέζα Επίτροπος για τον Ανταγωνισμό Μαργκρέτ Βέσταγκερ. Ο Μπρετόν αντιπροσωπεύει ένα γαλλικό, παραδοσιακά πιο κρατικά κυρίαρχο, οικονομικό μοντέλο. Η Βέσταγκερ από την άλλη πλευρά, ανήκει στη φιλελεύθερη ομάδα Renew Europe, η οποία υποστηρίζει λιγότερη κρατική παρέμβαση στην οικονομία. «Πρέπει να αποφύγουμε έναν αγώνα επιδοτήσεων», υποστήριξε η Βέσταγκερ.
Ο Μπρετόν, από την άλλη πλευρά, προειδοποίησε ότι οι εταιρείες που λαμβάνουν κρατική χρηματοδότηση θα πρέπει να τηρούν ορισμένους κανόνες. «Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, θα πρέπει να είναι δυνατό να διασφαλιστεί ότι πρώτα θα εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της ΕΕ», τόνισε ο Γάλλος Επίτροπος στο Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
«Κάθε παρέμβαση της ΕΕ στη βιομηχανική πολιτική ενέχει πάντα τον κίνδυνο στρέβλωσης του ανταγωνισμού», προειδοποιεί ο Ακίμ Φάμπαχ, Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκής Οικονομικής Έρευνας Leibniz. Πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε να διασφαλιστεί ότι οι επιδοτήσεις σε μεμονωμένες εταιρείες δεν θα πλήξουν τον ανταγωνισμό, τονίζει ο Ακίμ Φάμπαχ.