Από την έντυπη έκδοση
Της Τέτης Ηγουμενίδη
[email protected]
Βελτιωμένη καταγράφεται η προοπτική της ελληνικής κτηματαγοράς για το 2022 με σημείο αναφοράς την Αθήνα και την εκτίμηση ότι θα σημειωθεί περαιτέρω άνοδος μισθωμάτων και αξιών.
Βάσει της ετήσιας έκθεσης Emerging Trends in Real Estate 2022 υπό τον τίτλο «Road to recovery» των Urban Land Institute (ULI) και PWC που αφορά τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες η Αθήνα κατατάσσεται στην 23η θέση από την 28η πέρσι, για την συνολική προοπτική της αγοράς του real estate πετυχαίνοντας υψηλά σκορ τόσο στην επενδυτική προοπτική (4,29 με ανώτερο το 5) όσο και την προοπτική της ανάπτυξης ακινήτων (4,24 με ανώτερο επίσης το 5).
Η επίδοση αυτή είναι η καλύτερη μεταξύ των ετών 2011 – 2022. Η πρωτεύουσα της Ελλάδας είναι πρώτη στον κατάλογο των 31 ευρωπαϊκών πόλεων (κυρίως πρωτευουσών) στις εκτιμώμενες μεταβολές των μισθωμάτων και των αξιών που αναμένεται να κινηθούν ανοδικά με δεύτερη την Κοπεγχάγη και τρίτο το Βερολίνο.
Αν και, όπως σημειώνεται, οι συμμετέχοντες στην έρευνα που δραστηριοποιούνται στην αγορά της Αθήνας είναι σχετικά λίγοι, δηλώνουν ότι «η ελληνική πρωτεύουσα προσφέρει την ισχυρότερη προοπτική ανάπτυξης σε όλη την Ευρώπη».
Την άποψή τους στηρίζουν όχι μόνο στην αναμενόμενη ανάκαμψη του τουρισμού αλλά και στην πολιτική σταθερότητα που έχει πετύχει η χώρα. «Η Ελλάδα για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, έχει μια σταθερή κυβέρνηση, υπέρ του επιχειρείν» σημείωσε χαρακτηριστικά στέλεχος επενδυτικού κεφαλαίου.
Γενικότερα η έκθεση των ULΙ και PWC αναφέρει ότι στην ευρωπαϊκή αγορά του real estate παρατηρείται ανακούφιση καθώς οι οικονομίες αρχίζουν να συνέρχονται από τον COVID-19 στη λογική ότι τα χειρότερα έχουν περάσει και με τα ακίνητα να χαρακτηρίζονται ως μια από τις πιο ευνοημένες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων.
Επίσης, γίνεται λόγος για ισχυρή επενδυτική ζήτηση και διαθέσιμα κεφάλαια. Ωστόσο, δεν λείπει η ανησυχία για την αύξηση του κόστους των υλικών και τις καθυστερήσεις στις παραδόσεις των έργων σε μια στιγμή που ο κλάδος θα ήθελε να προχωρήσει με γρήγορο ρυθμό.
Αναφέρεται σχετικά ότι η βιομηχανία του real estate χαρακτηρίζεται από διακυμάνσεις στις απόψεις που εκφράζει όταν προσπαθεί να ερμηνεύσει και να εκτιμήσει τις πιθανές επιπτώσεις της αύξησης του ενεργειακού κόστους, της έλλειψης εργατικού δυναμικού και πόσο χρονικό διάστημα μπορεί να διαρκέσουν αυτές οι αβεβαιότητες.
Η αβεβαιότητα όμως είναι η λέξη κλειδί όταν τα στελέχη της αγοράς του real estate αναφέρονται στα επόμενα τρία έως πέντε χρόνια, όχι μόνο εξαιτίας των αναμενόμενων διαρθρωτικών αλλαγών που εκτιμάται ότι θα υπάρξουν στην αγορά του real estate, αλλά και πιθανών κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων που θα προκύψουν και τα οποία τίθενται υψηλότερα ως ανασχετικοί παράγοντες, από ό,τι για τους επόμενους 12 έως 18 μήνες.
Με βάση τα παραπάνω, όπως σχολιάζεται, δεν αποτέλεσε έκπληξη ότι η κατάταξη των πόλεων έχει αλλάξει ελάχιστα σε σχέση με πέρυσι. Το Λονδίνο ανέκτησε την πρώτη θέση στη γενική κατάταξη όσο αφορά τις προοπτικές σε επενδύσεις και ανάπτυξη ακινήτων, από το Βερολίνο που επέστρεψε στη 2η με το Παρίσι και την Φρανκφούρτη να ακολουθούν διατηρώντας την 3η και 4η θέση αντίστοιχα. Όπως υπογραμμίζεται αυτό δείχνει ότι οι επενδυτές παραμένουν προσεκτικοί στο που επενδύουν.
Η πανδημία, σύμφωνα με την ίδια έκθεση, έχει ενισχύσει την τάση της στόχευσης των επενδυτών σε κατηγορίες ακινήτων που φαίνεται να αντιστέκονται σε συνθήκες όπως είναι η υγειονομική κρίση, π.χ. τα Logistics. Παράλληλα, παρατηρείται στροφή και σε εξειδικευμένους τομείς όπως είναι τα κέντρα δεδομένων, οι εγκαταστάσεις για βιοεπιστήμες και οι ενεργειακές υποδομές.