Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Τελικά ένα ισχυρό νόμισμα είναι ευλογία ή κατάρα; Εξαρτάται από τον ποιον θα ρωτήσεις. Για τις ΗΠΑ και τον Ντόναλντ Τραμπ η ανατίμηση του δολαρίου είναι καταστροφή και η απόφαση του Πεκίνου να αφήσει το δικό του γιουάν να υποχωρήσει αισθητά είναι η απόδειξη. Για την Ευρωζώνη θα ήταν επίσης τουλάχιστον εμπόδιο ένα ευρώ, που θα πίεζε ακόμη περισσότερο τις εξαγωγές και η πτώση του γίνεται δεκτή με ανακούφιση. Γιατί όμως η υποτίμηση της στερλίνας προκαλεί στους Βρετανούς πονοκέφαλο, γιατί οι αναδυόμενες αντιμετωπίζουν με τρόμο την προοπτική της αποδυνάμωσης των δικών τους νομισμάτων;
Τα πράγματα στον νομισματικό πόλεμο δεν είναι ούτε απλά ούτε μονοδιάστατα. Τα αφηγήματα για νικητές και ηττημένους διαφέρουν αισθητά, ανάλογα με τις συνθήκες στην κάθε οικονομία, όπως επισημαίνει και ο Neil Shearing, επικεφαλής οικονομολόγος της Capital Economics, σε σημερινό του σημείωμα.
Ένα πιο αδύναμο νόμισμα, εξηγεί ο Shearing, ευνοεί αναμφίβολα τους εξαγωγείς και όσους έχουν στα χέρια τους ενεργητικό σε ξένο νόμισμα. Η πτώση της συναλλαγματικής ισοτιμίας όχι μόνο καθιστά πιο ανταγωνιστικά στις ξένες αγορές τα προϊόντα, αλλά ουσιαστικά αυξάνει την αξία των εξαγωγών σε τοπικό νόμισμα, δηλαδή φουσκώνει τα έσοδα από εξαγωγές. Τα ενισχυμένα κέρδη συχνά μεταφράζονται σε περισσότερες προσλήψεις, αύξηση μισθών ή επενδύσεις, στηρίζοντας συνολικά την οικονομική ανάπτυξη.
Οι μεγάλοι ηττημένοι από ένα αδύναμο νόμισμα είναι οι εισαγωγείς και όσοι έχουν χρέη σε ξένο νόμισμα. Η αγορά ξένω πρώτων υλών, όπως του πετρελαίου, βασικών μετάλλων ή σιτηρών, που όλα αποτιμώνται σε δολάριο, καθίσταται εξαιρετικά ακριβό «σπορ» και μπορεί ακόμη και να πυροδοτήσει μεγάλη κρίση σε αναπτυσσόμενες οικονομίες. Οι ακριβές εισαγωγές είναι όμως ίσως πιο διαχειρίσιμες από ό,τι η διόγκωση των χρεών σε ξένο νόμισμα. Το είδαμε ξεκάθαρα στην περίπτωση της Τουρκίας το περσινό καλοκαίρι, όταν η ελεύθερη πτώση της λίρας φούσκωσε τα χρέη των επιχειρήσεων και λύγισε ολόκληρη την οικονομία, που έως τότε έτρεχε με ιλιγγιώδεις ρυθμούς.
Το Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο υπολογίζει ότι ότι το αποτιμώμενο σε αμερικανικά δολάρια κρατικό χρέος αναδυόμενων αγορών στα τέλη του πρώτου τριμήνου είχε ήδη εκτιναχθεί στα 6,4 τρισ. δολάρια από 2,7 τρισ. δολάρια πριν από μία δεκαετία.
Πρόβλημα ανακύπτει ακόμη και για οικονομίες όπως η βρετανική, η οποία δεν έχει το αγκάθι του χρέους. Όσο το εθνικό νόμισμα υποτιμάται στηρίζει τις βρετανικές εξαγωγές. Παράλληλα όμως κατατρώει ην αγοραστική δύναμη των καταναλωτών και δίνει ώθηση στον πληθωρισμό. Αυτό σημαίνει ότι η κεντρική τράπεζα αδυνατεί να μειώσει τα επιτόκια για να αντιμετωπίσει άλλες πιέσεις στην οικονομία, που πυροδοτεί η αβεβαιότητα του Brexit. Δεν αποκλείεται μάλιστα να αναγκαστεί να τα αυξήσει, θέλοντας να ανακόψει τη βουτιά του νομίσματος, υπονομεύοντας έτσι ακόμη περισσότερο την ανάπτυξη.
Όσο για τους επενδυτές, αυτοί δεν θα πρέπει να ανησυχούν τόσο για τις διακυμάνσεις στις συναλλαγματικές ισοτιμίες αυτές καθεαυτές όσο για το τι τις προκαλεί, προειδοποιεί ο Shearing. «Στην περίπτωση της Βρετανίας το κλειδί βρίσκεται στην σκληρή στάση του Μπόρις Τζόνσο.Πρόκειται για διαπραγματευτική τακτική ή πραγματική επιθυμία να προχωρήσει σε ένα no deal Brexit;» παρατηρεί ο οικονομολόγος, για να καταλήξει: «Στο μέτωπο αυτό ανησυχούμε ολοένα και περισσότερο». Το ίδιο και όσοι εξαρτώνται από την πορεία της στερλίνας.