O Ντόναλντ Τραμπ φωνάζει, αλλά δεν είναι ο μόνος που φοβάται το ισχυρό δολάριο. Η ανατίμηση του αμερικανικού νομίσματος εξελίσσεται σε απειλή εντός και εκτός των αμερικανικών συνόρων. Συμπιέζει την κερδοφορία των μεγάλων αμερικανικών επιχειρήσεων, που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές, βάζοντας στον πάγο σχέδια για επενδύσεις και προσλήψεις σε μία οικονομία, που ήδη κατεβάζει ταχύτητα. Λειτουργεί επίσης ως βαρίδι στην αγορά εμπορευμάτων, ενώ εγείρει τον κίνδυνο ενός μαζικού sell off στις αναδυόμενες αγορές.
Μπορεί η Federal Reserve να μείωσε για πρώτη φορά εδώ και μία δεκαετία το βασικό επιτόκιο δανεισμού, αλλά έστειλε παράλληλα σαφές μήνυμα στις αγορές ότι δεν προτίθεται να συνεχίσει με δυναμικές μειώσεις, αλλά με μικρά, αργά βήματα. Την ίδια ώρα η ΕΚΤ, που ήδη έχει τα επιτόκιά της σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από τα αμερικανικά, ετοιμάζεται για έναν επιθετικό γύρο χαλάρωσης. Μεγαλύτερες των προβλέψεων επιτοκιακές μειώσεις αποφάσισαν επίσης πρόσφατα μεγάλες κεντρικές τράπεζες στην περιοχή Ασίας- Ειρηνικού.
Το σκηνικό αυτό στρέφει τους επενδυτές στο αμερικανικό νόμισμα, που επιδίδεται σε ένα ράλι διαρκείας έναντι του ευρώ, της στερλίνας, του γιουάν και νομισμάτων άλλων μικρών και μεγάλων αναδυόμενων αγορών. Ο Δείκτης ICE Dollar, που παρακολουθεί την πορεία του νομίσματος έναντι ενός καλαθιού έξι μεγάλων ανταγωνιστών του, έχει ανακάμψει 11% από τα χαμηλά του 2018 και κινείται σε επίπεδα, στα οποία είχε να σκαρφαλώσει εδώ και περισσότερο από δύο χρόνια.
Ο Ντόναλντ Τραμπ διαμαρτύρεται ότι οι άλλες χώρες κρατούν σκοπίμως τα νομίσματά τους υποτιμημένα. Ωστόσο η πραγματικότητα είναι πως ούτως η άλλως η αμερικανική οικονομία αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια πολύ πιο δυναμικά από τον υπόλοιπο ανεπτυγμένο κόσμο και επομένως δνε μπορεί να διαθέτει ένα «ισχυρό» νόμισμα. Η δυναμική του αμερικανικού ΑΕΠ ήταν εξάλλου ο λόγος που ώθησε την Fed να αρχίσει σταδιακά τις αυξήσεις επιτοκίων από τα τέλη του 2015, όταν οι άλλες κεντρικές τράπεζες χαλάρωναν ακόμη τη δική τους πολιτική.
Ακόμη και σήμερα η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ άλλαξε ρότα υπό την πίεση των διεθνών και όχι τοπικών συνθηκών. Η αμερικανική οικονομία κατέβασε μεν ταχύτητα το δεύτερο τρίμηνο, αλλά εξακολουθεί να αναπτύσσεται με ρυθμούς 2,1% την ώρα που οι οικονομίες της Ευρωζώνης βρίσκονται στο χείλος της ύφεσης.
Ωστόσο όσο το δολάριο εξακολουθεί να ανατιμάται τόσο περισσότερο υπονομεύει και τις προοπτικές της αμερικανικής ανάπτυξης. Ο αντίκτυπος είναι ήδη αισθητός. Οι επιχειρήσεις του δείκτη S&P 500, που έχουν μεγαλύτερη έκθεση στο εξωτερικό, είδαν κατά μέσο όρο τα κέρδη τους να υποχωρούν 12% το δεύτερο τρίμηνο. Η πτώση για εκείνες, που στηρίζονται περισσότερο στην τοπική, αμερικανική αγορά, ήταν 4%, σύμφωνα με στοιχεία της FactSet, που παρουσιάζει η Wall Street Journal.
Ο κίνδυνος των 6,4 τρισ. δολαρίων
Ωστόσο η πίεση ενδεχομένως να είναι ακόμη μεγαλύτερη για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, που εξυπηρετούν μεγάλο χρέος τους σε δολάρια. Με τα δικά τους νομίσματα σε ελεύθερη πτώση, το βάρος του χρέους τους αυξάνεται σε επικίνδυνα επίπεδα. Σημειώνεται δε ότι το αποτιμώμενο σε αμερικανικά δολάρια κρατικό χρέος αναδυόμενων αγορών στα τέλη του πρώτου τριμήνου είχε ήδη εκτιναχθεί στα 6,4 τρισ. δολάρια από 2,7 τρισ. δολάρια πριν από μία δεκαετία, όπως προκύπτει από πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου. Αυτό το χρέος ισοδυναμεί με ωρολογιακή βόμβα προειδοποιεί μερίδα αναλυτών.
Πολλές από τις παραπάνω οικονομίες εξαρτώνται δε σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων, μετάλλων και άλλων πρώτων υλών. Όσο όμως το δολάριο ανεβαίνει τόσο οι τιμές των εμπορευμάτων αυτών υποχωρούν και επομένως τα έσοδά τους συρρικνώνονται επιδεινώνοντας ακόμη περισσότερο την κατάσταση.
naftemporiki.gr με πληροφορίες από WSJ