Από την έντυπη έκδοση
Του Στέλιου Παπαπέτρου
[email protected]
Έντονη πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και των υπολοίπων κομμάτων της αντιπολίτευσης, καθώς και δημόσιες παρεμβάσεις εργατολόγων και νομικών εξειδικευμένων στα θέματα του εργατικού δικαίου, συνεχίζει να προκαλεί η κατάθεση των τροπολογιών του υπουργείου Εργασίας με τις οποίες καταργήθηκαν τρεις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, που αφορούν: α) τη θεσμοθέτηση του βάσιμου λόγου απόλυσης στο εθνικό δίκαιο, β) τη συνυπευθυνότητα για την τήρηση της εργατικής νομοθεσίας μεταξύ αυτού που αναθέτει την εκτέλεση μίας εργασίας ή ενός έργου και του εργολάβου ή του υπεργολάβου που το εκτελεί και γ) τις αλλαγές στις ημερομηνίες στην περίπτωση της συμφιλιωτικής διαδικασίας ανάμεσα σε εργοδότη και εργαζόμενο.
Επίσης, για το θέμα αυτό έχουν υπάρξει δημόσιες ανακοινώσεις και των θεσμικών οργάνων των εργοδοτικών οργανώσεων. Ειδικά για τα επίμαχα άρθρα που καταργήθηκαν και κυρίως για τον «βάσιμο λόγο απόλυσης», ο ΣΕΒ έχει διατυπώσει δημόσια τη διαφωνία του και έχει υποβάλει σχετικό υπόμνημα με τις θέσεις του στις 8/6/2019, όταν ήταν υπό συζήτηση το επίμαχο νομοσχέδιο. Η ΕΣΕΕ και η ΓΣΕΒΕΕ με χθεσινές ανακοινώσεις τους κάνουν λόγο για «επαναφορά της ισορροπίας στην αγορά εργασίας» και χαρακτηρίζουν ως θετικές τις τροπολογίες που κατέθεσε ο αρμόδιος υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Γιάννης Βρούτσης. Ωστόσο, η ΕΣΕΕ στην ανακοίνωσή της δεν παραλείπει να επισημάνει ότι η ρύθμιση για την κατάργηση του βάσιμου λόγου απόλυσης «Ως ψηφίστηκε, αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο της αναδρομικής εφαρμογής, γεγονός που θα περιέπλεκε τις επιχειρήσεις, στις περιπτώσεις των απολύσεων που έχουν ήδη προβεί».
Η νομική πλευρά
Αξίζει να επισημανθεί ότι, πέρα από τη διάσταση της πολιτικής αντιπαράθεσης που είναι αναμενόμενη, το θέμα των τροπολογιών έχει σημαντικές νομικές προεκτάσεις, καθώς ανατρέχει σε μία σειρά νόμων και διατάξεων που διέπουν τις εργασιακές σχέσεις και μάλιστα σε βάθος αρκετών δεκαετιών. Η σχετική νομοθεσία, νομολογία, αλλά και η επιστημονική βιβλιογραφία για τα ζητήματα αυτά είναι εξαιρετικά πλούσια και ανατρέχει σε ρυθμίσεις των αρχών της δεκαετίας του ‘20 (ενδεικτικά βλ. Ιωάννης Κουκιάδης, Δημήτρης Ζερδελής, Χρήστος Αγαλλόπουλος, Στ. Βλαστός).
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με το εργατικό δίκαιο η γενική προστασία εργαζόμενου από την καταγγελία σύμβασης εργασίας, συγκροτείται τόσο από τυπικούς περιορισμούς όσο και από περιοριστικούς περιορισμούς της εργοδοτικής καταγγελίας. Τους τυπικούς περιορισμούς στην εργοδοτική καταγγελία έχουν θέσει οι νόμοι 2112/1920 και 3198/1955 και το βασιλικό διάταγμα 16/18-7-1920 που αφορά ειδικά τους εργάτες. Τονίζεται ότι αυτά τα νομοθετήματα συνθέτουν τον κύριο κορμό του δικαίου της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου και αποτελούν, μετά τη θέσπιση και επέκταση της κοινωνικής ασφάλισης και για τα θέματα της ανεργίας σε όλη τη χώρα το γενικό δίκαιο της καταγγελίας (Δημήτρης Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο, 2014). Επίσης, ο καθηγητής εργατικού δικαίου κ. Κουκιάδης επισημαίνει ότι όλες οι διατάξεις των νομοθετημάτων που αφορούν το καθεστώς της καταγγελίας σύμβασης εργασίας μπορούν να βελτιωθούν ακόμη και με συλλογικές συμβάσεις εργασίας, αλλά και με κανονισμούς εργασίας.
Μάλιστα, όπως χαρακτηριστικά επεσήμανε στη «Ν» ο εργατολόγος κ. Γιάννης Καρούζος, η διάταξη για τον «βάσιμο λόγο απόλυσης ήταν περιττή επειδή οι απολύσεις ως προς την καταχρηστικότητά τους ελέγχονται από τα δικαστήρια» και ουσιαστικά «η διάταξη που καταργεί τον βάσιμο λόγο απόλυσης επαναφέρει το καθεστώς των απολύσεων που στη χώρα μας ίσχυε από το 1920».
Ωστόσο, νομικοί κύκλοι αλλά και θεσμικοί εκπρόσωποι εργοδοτικών οργανώσεων, όπως για παράδειγμα η ΕΣΕΕ με τη χθεσινή ανακοίνωσή της, εκφράζουν επιφυλάξεις σχετικά με το ζήτημα της αναδρομικής εφαρμογής της κατάργησης της διάταξης περί του «βάσιμου λόγου της απόλυσης».
Όπως επισημαίνει ο νομικός κ. Καρούζος η προϋπάρχουσα διάταξη του «βάσιμου λόγου» οδηγούσε σε μεγάλες γραφειοκρατικές, χρονοβόρες και δαπανηρές δικαστικές διαδικασίες τις απολύσεις, ενώ παράλληλα στιγμάτιζε τους εργαζόμενους στις περιπτώσεις που αναζητούσαν νέα εργασία επειδή η απόλυση με το σκεπτικό και την αιτιολογία τούς ακολουθεί στον υπόλοιπο εργασιακό βίο.
Παράλληλα, ο κ. Καρούζος επισημαίνει ότι η νέα διάταξη δεν θα πρέπει να έχει αναδρομική ισχύ, καθώς σε αυτή την περίπτωση ενδέχεται να εγκλωβίσει όσους εργαζόμενους έχουν εμπλακεί σε δικαστική διαμάχη με τον εργοδότη τους μετά τη 17η Μαΐου (ημέρα δημοσίευσης του νόμου).
Σύμφωνα με την ΕΣΕΕ, ο βάσιμος λόγος απόλυσης, του οποίου η απόδειξη βάρυνε πλέον τον εργοδότη, στρέβλωνε το ευρωπαϊκό νομοθέτημα στο οποίο υποτίθεται ότι στηριζόταν (δηλ. στον Αναθεωρημένο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη), αντίβαινε στη διαμορφωμένη νομολογία του Αρείου Πάγου και καθιστούσε επαχθέστερη τη θέση της επιχείρησης.
Από την πλευρά της η κυβέρνηση εκτιμά ότι η κατάργηση των συγκεκριμένων διατάξεων θα έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών νέων θέσεων εργασίας, την αποτελεσματική προστασία των υφιστάμενων θέσεων εργασίας, αλλά και την ταχύτερη εκδίκαση των εργατικών υποθέσεων που φθάνουν στα δικαστήρια και τα οποία μερικές φορές μέχρι να εκδώσουν την οριστική απόφαση μπορεί να χρειαστούν από 3 έως και 5 έτη.
Η πρώην υπουργός Έφη Αχτσιόγλου, η οποία είχε εισηγηθεί τις ρυθμίσεις που καταργήθηκαν, εξαπέλυσε πυρά προς τον υπουργό Εργασίας Γιάννη Βρούτση, αναφέροντας ότι «οι τροπολογίες που κατατέθηκαν από τον υπουργό Εργασίας καταργούν βασικές διατάξεις προστασίας της εργασίας που χτίσαμε με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ».
Ποιες διατάξεις καταργούνται
Με τροπολογία καταργούνται από την έναρξη ισχύος τους και εφεξής οι διατάξεις:
α) του νόμου 4554 του 2018 που προβλέπουν την ευθύνη αναθέτοντος εργολάβου και υπεργολάβου έναντι των εργαζομένων (άρθρο 9 ν. 4554/2018),
β) του νόμου 4611 του 2019 που θεσμοθετούν τον βάσιμο λόγο ως σωρευτικό κριτήριο για το έγκυρο της καταγγελίας της εργασιακής σχέσης εργαζόμενου (άρθρο 48 του ν. 4611/2019) και
γ) επίσης του νόμου 4611 του 2019 για την αναστολή προθεσμιών κατά τη συμφιλιωτική διαδικασία και τη διαδικασία επίλυσης εργασιακών διαφορών (άρθρο 58 ν. 4611/2019).
Αντιδρά η ΓΣΕΕ
Η ΓΣΕΕ εκτιμά ότι με τη μορφή τροπολογίας καταργούνται προστατευτικές για τους εργαζόμενους διατάξεις και όπως επισημαίνει σε ανακοίνωσή της «η αιτιολόγηση των απολύσεων είναι πάγιο αίτημα της εργατικής πλευράς, διότι με τον τρόπο αυτό, χωρίς να είναι ο μόνος αναγκαίος, αποκαθίσταται σε ένα μέρος η προστασία των εργαζομένων από αυθαίρετες και εκδικητικές απολύσεις εργοδοτών».