Η απόδοση του ελληνικού 10ετούς, σε μια ιστορική συνεδρίαση, υποχώρησε χθες ακόμη και κάτω από το ψυχολογικό φράγμα του 2%. Πώς προκύπτουν οι θετικές επιδόσεις και γιατί είναι χρήσιμες στον σχεδιασμό του οικονομικού επιτελείου.
Το ελληνικό 10ετές ομόλογο διαμορφώθηκε χθες στο 2,006% και προς στιγμή είχε πέσει στο 1,99%. Το spread διαμορφώθηκε στις 238 μονάδες βάσης, δηλαδή στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2010. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ελληνικό 10ετές καταγράφει καλύτερη επίδοση από το αντίστοιχο αμερικανικό, το οποίο διαμορφώθηκε χθες στο 2,046%.
Το ράλι των ελληνικών ομολόγων οφείλεται κατά βάση σε τρεις παράγοντες:
- Ενίσχυση της προοπτικής της ελληνικής οικονομίας μετά το αποτέλεσμα των εκλογών, το οποίο θεωρείται ότι διαμορφώνει τη βάση αφενός για πολιτική σταθερότητα, αφετέρου για φιλοαναπτυξιακές πολιτικές.
- Ευνοϊκό κλίμα στις διεθνείς κεφαλαιαγορές εν όψει της προοπτικής η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να εγκαινιάσει ένα νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Το γεγονός αυτό οδηγεί εξάλλου τους επενδυτές στην αγωνιώδη αναζήτηση των υψηλότερων δυνατών αποδόσεων με σχετικά χαμηλό ρίσκο, όπως είναι πλέον η ελληνική περίπτωση.
- Η προσδοκία για περαιτέρω αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας του ελληνικού δημοσίου από διεθνείς οίκους το επόμενο διάστημα.
Οι θετικές επιδόσεις της Ελλάδας στις αγορές θεωρούνται καίριας σημασίας, καθώς σε έναν βαθμό λύνουν τα χέρια της κυβέρνησης στον οικονομικό σχεδιασμό της.
Πέραν του άμεσου αντίκτυπου στην πραγματική οικονομία, μέσω της διαμόρφωσης ευνοϊκών όρων ρευστότητας για τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις, γεγονός που ενισχύει την αναπτυξιακή δυναμική, το ράλι των ελληνικών ομολόγων ενισχύει τη θέση του οικονομικού επιτελείου στις διαβουλεύσεις με τους θεσμικούς πιστωτές.
Ειδικότερα, η Ευρωζώνη συνδέει τους στόχους στα πρωτογενή πλεονάσματα με την ανάλυση βιωσιμότητας και τα αντίστοιχα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους. Ωστόσο, οι μέχρι πρότινος υπολογισμοί είχαν γίνει στη βάση σαφώς υψηλότερων επιτοκίων δανεισμού της Ελλάδας στις αγορές.
Το επιχείρημα των θεσμών υπέρ της διατήρησης του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση έως και το 2022 βασίζεται στην παραδοχή ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να δανείζεται ακριβά και θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με τους χαμηλούς ρυθμούς των προηγούμενων ετών. Όσο οι δύο αυτές μεταβλητές θα αλλάζουν προς το καλύτερο, τόσο η Ελλάδα θα είναι σε θέση να τεκμηριώνει τη δυνατότητα να μειωθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα χωρίς συγχρόνως να τεθεί σε κίνδυνο ο προγραμματισμός αποπληρωμής του ελληνικού χρέους.
naftemporiki.gr