Την πεποίθηση ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται πετύχει φέτος το στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%, εξέφρασε ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας.
Σε ομιλία του στο πλαίσιο επενδυτικής ημερίδας, ο κ. Στουρνάρας εκτίμησε ότι η Ελλάδα θα επιτύχει πρωτογενές
πλεόνασμα 2,9% του ΑΕΠ φέτος έναντι στόχου για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ. «Για το 2019, η πρόβλεψη της ΤτΕ, με τα μέχρι τώρα διαθέσιμα στοιχεία, είναι πρωτογενές πλεόνασμα 2,9% του ΑΕΠ, έναντι στόχου 3,5% του ΑΕΠ», σημείωσε.
Στην ομιλία του στην επενδυτική ημερίδα, ο κ. Στουρνάρας είπε επίσης ότι τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα επιβαρύνουν την ανάπτυξη της οικονομίας και συνέστησε στην Ελλάδα να επαναδιαπραγματευθεί με τους δανειστές τους δημοσιονομικούς στόχους που έχει συμφωνήσει για τα επόμενα έτη. «Η μείωση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα σε πιο ρεαλιστικό επίπεδο σε σχέση με το ισχύον 3,3% του ΑΕΠ έως το 2022, εφόσον συνδυασθεί με περισσότερες μεταρρυθμίσεις και ιδιωτικοποιήσεις, δεν συνεπάγεται υψηλότερο δημόσιο χρέος, αλλά πιθανότατα χαμηλότερο.
Παρά την έως τώρα πρόοδο, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις και προβλήματα που κληροδότησε η μακρόχρονη οικονομική κρίση, τόνισε ο διοικητής της ΤτΕ. Για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην έκθεσή της για το ευρωπαϊκό εξάμηνο του 2019, επισημαίνει ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες. Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, οι σημαντικότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα είναι ακόλουθες:
Το πολύ υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών μειώνει την ικανότητα του τραπεζικού συστήματος να παρέχει πιστώσεις σε υγιείς επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, καθώς οι χρηματοδοτικοί πόροι παραμένουν παγιδευμένοι σε μη βιώσιμες επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να καθυστερεί η ανάκαμψη των επενδύσεων και της οικονομικής δραστηριότητας.
Το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος (του οποίου η βιωσιμότητα όμως βελτιώθηκε σημαντικά μεσοπρόθεσμα με τα μέτρα που ενέκρινε το Eurogroup τον Ιούνιο του 2018) δημιουργεί αβεβαιότητα για την ικανότητα της χώρας να το εξυπηρετήσει σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, με αποτέλεσμα να αυξάνει το κόστος δανεισμού του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και να περιορίζει την αναπτυξιακή δυναμική.
Η διατήρηση μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων σε μια παρατεταμένη περίοδο (π.χ. 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022) έχει αρνητικό αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ. Η περιοριστική επίδραση των μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων είναι ακόμα πιο έντονη όταν συνοδεύεται από πολύ υψηλή φορολογία (συμπεριλαμβανομένων των υψηλών εισφορών στην κοινωνική ασφάλιση), η οποία αποθαρρύνει την εργασία και τις επενδύσεις και αυξάνει τον άτυπο τομέα της οικονομίας.
Η αρνητική καθαρή διεθνής επενδυτική θέση της Ελλάδος και το αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Η υψηλή μακροχρόνια ανεργία δημιουργεί ανισότητες, θέτοντας σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή, και αυξάνει τον κίνδυνο απαξίωσης του ανθρώπινου κεφαλαίου.
Η γήρανση του πληθυσμού, σε συνδυασμό με τη μετανάστευση εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού κατά τη διάρκεια της κρίσης, εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε μείωση του πληθυσμού και κατ’ επέκταση σε χαμηλότερους ρυθμούς δυνητικής ανάπτυξης. Η δημογραφική κρίση αυξάνει τους κινδύνους για τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και των δημόσιων οικονομικών.
Ο αργός ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας. Με βάση το Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα για το 2018 κατατάσσεται προτελευταία μεταξύ των 28 χωρών της Ε.Ε., γεγονός που υποδηλώνει υψηλό κίνδυνο τεχνολογικής υστέρησης και ψηφιακού αναλφαβητισμού.
Η παγκοσμιοποίηση, η ψηφιοποίηση, οι δημογραφικές αλλαγές και η κλιματική αλλαγή επηρεάζουν τον τρόπο λειτουργίας όλων των χωρών, μεταξύ των οποίων είναι και η Ελλάδα. Οι αλλαγές που προωθούν οι παγκόσμιες αυτές τάσεις δημιουργούν νέες ευκαιρίες για ανάπτυξη, αλλά ταυτόχρονα αυξάνουν και τις κοινωνικές ανισότητες. Το κράτος πρέπει να παρεμβαίνει μέσω της κοινωνικής και φορολογικής πολιτικής για να διασφαλίζει την επίτευξη οικονομικής ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς και ανισότητες. Σύμφωνα όμως με έρευνα που διεξήγαγε ο ΟΟΣΑ σε 22.000 πολίτες 21 χωρών το 2018, όσον αφορά τους κοινωνικούς και οικονομικούς κινδύνους, πάνω από το 80% των Ελλήνων γονέων (έναντι μέσου όρου στον ΟΟΣΑ λίγο πάνω από 60%) θεωρεί ότι για το ύψος των φόρων και εισφορών που πληρώνει δεν λαμβάνει δημόσιες υπηρεσίες που να το ικανοποιεί. Σύμφωνα με άλλη έκθεση του ΟΟΣΑ, η φορολογική επιβάρυνση των άγαμων και έγγαμων εργαζομένων με παιδιά στην Ελλάδα ήταν μια από τις μεγαλύτερες μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ το 2018. Επιπλέον, οι κοινωνικές παροχές και οι φορολογικές διευκολύνσεις δεν περιορίζουν σε σημαντικό βαθμό τη φορολογική επιβάρυνση για μια τετραμελή οικογένεια με 2 παιδιά και ένα εργαζόμενο μέλος σε σχέση με τον άγαμο στην Ελλάδα, εν αντιθέσει με ό,τι ισχύει κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι, ενώ η μέση ελληνική οικογένεια αντιμετωπίζει μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση, απολαμβάνει λιγότερο ικανοποιητικές κοινωνικές παροχές σε σχέση με το μέσο όρο του ΟΟΣΑ.
Οι δικαστικές αποφάσεις, που ενδέχεται να επιβαρύνουν σημαντικά τις δημοσιονομικές εξελίξεις. Τέλος, οι επενδύσεις παραμένουν σε πολύ χαμηλό επίπεδο με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του αποθέματος κεφαλαίου της οικονομίας, ενώ και το επιχειρηματικό περιβάλλον δεν θεωρείται ακόμη αρκετά φιλικό προς τις ιδιωτικές επενδύσεις.