ΣΕ ΑΝΟΔΙΚΗ τροχιά και με ερωτηματικά αναφορικά με την εξέλιξή του εισήλθε το κόστος δανεισμού για τους Ελληνες μετά τις αποφάσεις που έλαβε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αυξήσει τα επιτόκια κατά 25 μονάδες βάσης.
Η αύξηση των ευρωπαϊκών επιτοκίων κατά μισή ποσοστιαία μονάδα μέσα σε τρεις μήνες δημιουργεί πλέον αξιοσημείωτη επιβάρυνση στους δανειολήπτες ενώ η πρόβλεψη που γίνεται από τα πλέον επίσημα χείλη, αυτά του προέδρου της ΕΚΤ Ζαν Κλοντ Τρισέ για περαιτέρω αυξήσεις εντός του έτους, εντείνει τους φόβους για δυσχέρειες στην αποπληρωμή από τους ιδιώτες οφειλών που υπερβαίνουν τα 67 δισ. ευρώ.
Η επιβάρυνση από τις δύο αυξήσεις επιτοκίων υπολογίζεται σε τουλάχιστον 300 εκ. ευρώ για το τρίμηνο και προστίθεται στο ήδη υψηλό κόστος εξυπηρέτησης των νοικοκυριών που αφορά στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια και κάρτες.
Ειδικά για τα στεγαστικά δάνεια, με συνήθη διάρκεια 15 και 20 έτη, είναι δυσχερής η πρόβλεψη για την εξέλιξη του ύψους των επιτοκίων σε βάθος χρόνου.
Ως σήμερα, οι ανησυχίες της Τράπεζας της Ελλάδος αφορούσαν τα καταναλωτικά δάνεια όπου ήδη καταγράφονται καθυστερήσεις αποπληρωμής σε ποσοστό 8,8% του συνόλου αλλά η σταδιακή επιβάρυνση που προκαλούν οι αυξήσεις επιτοκίων, σε συνδυασμό με ενδεχόμενη ύφεση στην οικονομική δραστηριότητα, μπορεί να προκαλέσει «εκρηκτικό» μίγμα που θα αγγίξει και τα στεγαστικά δάνεια.
Σήμερα, οι καθυστερήσεις στην αποπληρωμή στεγαστικών είναι πολύ χαμηλότερες, στο 4,6% του συνολικού χαρτοφυλακίου.
Ο πυρετός στη στεγαστική πίστη που εντάθηκε στο τελευταίο τρίμηνο του 2005 έφερε νέα δάνεια ύψους 11 δισ. ευρώ σε ένα χρόνο, με το 95% να έχουν κυμαινόμενο επιτόκιο, «ευαίσθητο» στις μεταβολές των ευρωπαϊκών επιτοκίων.
Μάλιστα, στα περισσότερα από τα δάνεια αυτά, το επιτόκιο είναι συνδεδεμένο με το βασικό της ΕΚΤ ή το euribor ώστε η αύξηση είναι αυτόματη.
Οι εμπορικές τράπεζες, πάντως, δεν βιάστηκαν αυτή τη φορά να ανακοινώσουν τα νέα επιτόκια χορηγήσεων και καταθέσεων και αναμένουν το πιστωτικό ίδρυμα που θα κάνει την αρχή. Μόνο η Aγροτική ενημέρωσε ότι διατηρεί αμετάβλητα τα επιτόκια δανεισμού των αγροτών.
Ο έντονος ανταγωνισμός οδήγησε τις τράπεζες να «απορροφήσουν» την αύξηση του 0,25% τον Δεκέμβριο στις κατηγορίες χορηγήσεων που δεν συνδέονταν άμεσα με τα ευρωπαϊκά επιτόκια και μάλιστα, υπήρξε και μείωση επιτοκίων στις σταθερές περιόδους των στεγαστικών δανείων.
Τα σταθερά επιτόκια παρέμεναν για μεγάλο διάστημα σχεδόν «ανενεργά» καθώς η προτίμηση στα κυμαινόμενα ήταν συντριπτική.
Η τάση δεν άλλαξε με την πρώτη αύξηση και δεν αναμένεται να μεταβληθεί και τώρα που το βασικό επιτόκιο διαμορφώθηκε στο 2,25%. Η ψυχολογία των δανειοληπτών θα μεταστραφεί από το 3% και άνω, εκτιμούν οι τραπεζίτες καθώς ακόμη και τώρα η διαφορά μεταξύ κυμαινόμενου και σταθερού επιτοκίου είναι σημαντική υπέρ του πρώτου.
Ενδιαφέρον έχει η προσαρμογή των επιτοκίων στα καταναλωτικά δάνεια και τις κάρτες, όπου οι ρυθμοί αύξησης έχουν περιοριστεί στη διάρκεια του 2005 και οι τράπεζες επιδιώκουν την ενίσχυσή τους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μέρος των αναγκών που καλύπτονταν από την καταναλωτική πίστη αλλά και οι αποπληρωμές οφειλών καλύπτονται από δάνεια που λαμβάνονται ως επισκευαστικά.
Τα καθαρά έσοδα από τόκους των τεσσάρων μεγάλων τραπεζών ήταν της τάξης των 4,8 δισ. ευρώ το 2005 και στήριξαν σε πολύ μεγάλο βαθμό την υψηλή κερδοφορία.
Παρά τις εκτιμήσεις για διατήρηση ισχυρών ρυθμών στις χορηγήσεις και ικανοποιητικά spreads, οι τραπεζίτες ήδη προβληματίζονται τόσο για την επιβράδυνση του όγκου εργασιών όσο και τη συμπίεση των spreads λόγω ανταγωνισμού.
Η συζήτηση για τα υψηλά ή μη περιθώρια κέρδους των ελληνικών τραπεζών παραμένει πάντως έντονη και περνά και σε πολιτικό επίπεδο. Χθες, με ερώτησή του προς τον υπουργό Οικονομίας, ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Χρήστος Βερελής ζήτησε την παρέμβαση του υπουργείου και της Επιτροπής Ανταγωνισμού για την εναρμόνιση του περιθωρίου προς τα ευρωπαϊκά δεδομένα.
ΑΝΝΑ ΔΟΓΑ