Από την έντυπη έκδοση
Του Στέλιου Παπαπέτρου
[email protected]
Για πρώτη φορά οι επιθεωρητές του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) αλλά και του ΕΦΚΑ θα «εξαιρούνται από την διαδικασία του αυτόφωρου», όταν διενεργούν ελέγχους σε χώρους εργασίας για την τήρηση της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας. Αυτό αναφέρεται ρητά στο άρθρο 56 του υπό κατάθεση νομοσχεδίου του υπουργείου Εργασίας για τις 120 δόσεις, το οποίο αναμένεται να έρθει πιθανότατα έως αύριο στη Βουλή.
Νομικοί με μεγάλη εμπειρία στο εργατικό δίκαιο επεσήμαναν στη «Ν» ότι η συγκεκριμένη διάταξη -σε συνδυασμό με τις πρόσφατες ρυθμίσεις για τα πρόστιμα της αδήλωτης και υποδηλωμένης εργασίας, αλλά και την ηλεκτρονική διασύνδεση των συστημάτων «ΕΡΓΑΝΗ», ΣΕΠΕ, ΕΦΚΑ, ΟΑΕΔ, ΑΑΔΕ- θα δημιουργήσει νέα δεδομένα στις διαδικασίες των ελεγκτικών μηχανισμών του υπουργείου, καθώς εξαιρεί από την «αυτόφωρη διαδικασία» του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όχι μόνο τους επιθεωρητές του ΣΕΠΕ, αλλά όλους τους υπαλλήλους του υπουργείου Εργασίας που διενεργούν ελέγχους. Επισημαίνεται ότι ανάλογες διατάξεις εξαίρεσης από τη διαδικασία του αυτόφωρου υπάρχουν και για τους υπαλλήλους της ΑΑΔΕ (εφορία).
Το άρθρο 56 του νομοσχεδίου αναφέρει ρητά ότι: «Για τα αδικήματα που διώκονται κατ' έγκληση και φέρεται ότι διαπράχθηκαν από υπάλληλο του ΣΕΠΕ ή του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών του καθηκόντων ή με αφορμή την άσκησή τους, για τον έλεγχο εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας, και σε σχέση με αυτά, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 275, 409 έως 413 και 417 έως 424 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας».
Με τη συγκεκριμένη διάταξη επιδιώκεται «να προστατευτούν οι υπάλληλοι επιθεωρητές που διενεργούν ελέγχους από προσχηματικές εγκλήσεις εις βάρος τους αλλά και από επιθέσεις που έχουν δεχθεί σε ορισμένες περιπτώσεις ελέγχων». Όπως αναφέρουν, σε αρκετές περιπτώσεις γίνεται κατάχρηση των ποινικών διαδικασιών σε βάρος των ελεγκτών του ΣΕΠΕ, με στόχο τον εκφοβισμό τους. Τα άρθρα της Αυτόφωρης διαδικασίας του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας τα οποία δεν θα έχουν εφαρμογή για τους επιθεωρητές του ΣΕΠΕ και του ΕΦΚΑ αφορούν τις εξής περιπτώσεις: Άρθρο: 275, σύλληψη και προσωρινή κράτηση κρατουμένου, Άρθρο: 409, σύλληψη για πταίσμα, Άρθρο: 413, παραπομπή στην κοινή διαδικασία, ενώ τα άρθρα 417 έως και 424 αφορούν τη διαδικασία της άμεσης παραπομπής του κατηγορούμενου στο ακροατήριο.
Επιπλέον, στο υπό κατάθεση νομοσχέδιο περιλαμβάνεται ένα ακόμη άρθρο με το οποίο προβλέπονται κυρώσεις σε περίπτωση παρεμπόδισης των ελέγχων του ΣΕΠΕ. Συγκεκριμένα, το άρθρο 57 αναφέρει ρητά ότι: Στο άρθρο 28 του ν. 3996/2011 (Α' 170) προστίθεται παρ. 4 ως εξής: «Εργοδότης, διευθυντής επιχείρησης, εκπρόσωπος ή οποιοσδήποτε τρίτος παρεμποδίζει την είσοδο σε υπάλληλο του ΣΕΠΕ ή του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, που διενεργεί ή συμμετέχει σε έλεγχο εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας σε χώρους εργασίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή παρεμποδίζει ή διακόπτει με οποιοδήποτε τρόπο τη διενέργεια του ελέγχου ή αρνείται να παράσχει στοιχεία και πληροφορίες ή παρέχει ψευδή στοιχεία και πληροφορίες, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές».
Στην «ΕΡΓΑΝΗ» και οι οικοδομικές εργασίες
Με το άρθρο 57 του νομοσχεδίου ορίζεται ότι «Εργοδότης που εκτελεί οικοδομική εργασία ή τεχνικό έργο, υποχρεούται να αναγγέλλει ηλεκτρονικά στο πληροφοριακό σύστημα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης "ΕΡΓΑΝΗ" το απασχολούμενο προσωπικό, πριν από την έναρξη κάθε ημερήσιας απασχόλησης. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, επιβάλλονται οι διοικητικές κυρώσεις του άρθρου 5 του ν. 4554/2018 (Α΄ 130)».
Ασφάλεια μεταφορέων και διανομέων
Στο υπό κατάθεση νομοσχέδιο υπάρχει ειδική πρόβλεψη με μία σειρά διατάξεων και για τους εργαζόμενους που εργάζονται ως μεταφορείς ή διανομείς σε επιχειρήσεις εστίασης και ταχυμεταφορών. Συγκεκριμένα προβλέπεται ότι «σε κάθε δραστηριότητα σχετική με τη μεταφορά και διανομή προϊόντων και αντικειμένων και σε κάθε άλλη δραστηριότητα, για την οποία γίνεται χρήση από τον εργαζόμενο μοτοποδηλάτου ή μοτοσυκλέτας, κατά την έννοια του άρθρου 2 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ν. 2696/1999, Α' 57), ιδιοκτησίας, νομής ή κατοχής του εργοδότη, ο εργοδότης λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε τα οχήματα που χρησιμοποιούνται από τους εργαζομένους να είναι κατάλληλα προσαρμοσμένα και συντηρημένα προκειμένου να διασφαλίζεται η ασφάλεια και η υγεία τους».
Επίσης, ορίζεται ρητά ότι ο εργοδότης υποχρεούται να εφοδιάζει με τον κατάλληλο εξοπλισμό ατομικής προστασίας τους εργαζομένους που κατά την εκτέλεση της εργασίας τους χρησιμοποιούν μοτοποδήλατο ή μοτοσυκλέτα, ανεξάρτητα από το εάν το «μηχανάκι» είναι ιδιοκτησίας του εργοδότη ή των εργαζομένων. Ως κατάλληλος εξοπλισμός ατομικής προστασίας ορίζεται το προστατευτικό κράνος, δερμάτινο ή υφασμάτινο πανωφόρι κατάλληλο για την προστασία του αναβάτη του μοτοποδηλάτου ή της μοτοσυκλέτας, αδιάβροχη προστασία, κατάλληλα υποδήματα, γάντια και «ανακλαστικό γιλέκο». Επίσης, ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε οι εργαζόμενοι να έχουν στη διάθεσή τους επαρκείς πληροφορίες και, όταν απαιτείται, ακόμη και γραπτές οδηγίες χρήσης σχετικά με τον εξοπλισμό ατομικής προστασίας. Προσοχή! Στο συγκεκριμένο άρθρο επισημαίνεται ότι: «Οι πληροφορίες και οι γραπτές οδηγίες πρέπει να είναι διαθέσιμες μέσα στην επιχείρηση ή στην εγκατάσταση και να είναι κατανοητές για τους ενδιαφερόμενους εργαζόμενους».
Για ποιους υπάρχει ήδη προστασία από τη διαδικασία
Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία για τα αδικήματα που διώκονται «κατ' έγκληση» και φέρεται ότι διαπράχθηκαν -για παράδειγμα- από υπάλληλο της ΑΑΔΕ κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων του και σε σχέση με αυτά, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί σύλληψης του δράστη και αυτόφωρης διαδικασίας σύμφωνα με τα άρθρα 275, 409-413 και 417-424 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Η συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση αποσκοπεί στην προστασία των υπαλλήλων της ΑΑΔΕ από την υποβολή αβάσιμων και προσχηματικών εγκλήσεων σε βάρος τους και τη διασφάλιση της απρόσκοπτης άσκησης των καθηκόντων τους. Αντίστοιχες διατάξεις υπάρχουν ήδη στη νομοθεσία μας για την προστασία των δικαστικών επιμελητών (άρθρο 89 παρ. 3 του ν. 2318/1995, Α'126), καθώς και των αστυνομικών, λιμενικών, πυροσβεστικών και δασικών υπαλλήλων (άρθρο 19 του ν. 4058/2012, Α'63).