Των Κώστα Δεληγιάννη και Λέττας Καλαμαρά
Δραματικές είναι οι εξελίξεις για τη Χαλυβουργική, που βυθίζεται πλέον στο σκοτάδι. Έπειτα από έναν αιώνα λειτουργίας, διακόπηκε χθες τη νύχτα (11:59 μ.μ.) η ηλεκτροδότηση της επιχείρησης, μετά από απόφαση του ΑΔΜΗΕ, ως αποτέλεσμα της επανενεργοποίησης από τη ΔΕΗ των συνεπειών της άρσης εκπροσώπησης της ιστορικής βιομηχανίας.
Η επανενεργοποίηση της άρσης εκπροσώπησης, η οποία σημαίνει πως η Χαλυβουργική δεν είναι πλέον πελάτης της ΔΕΗ, έγινε χθες, καθώς έληξε η περίοδος χάριτος που είχε δοθεί, χωρίς να επιτευχθεί συνεννόηση μεταξύ των δύο πλευρών για τη διευθέτηση των ανεξόφλητων οφειλών ρεύματος της βιομηχανίας, ύψους 31,8 εκατ. ευρώ, στη ΔΕΗ. Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων της Χαλυβουργικής είχαν ενημερωθεί επίσης από τη διοίκηση της ΔΕΗ στις αρχές Δεκεμβρίου για το πρόβλημα των συσσωρευμένων χρεών και τη μη πληρωμή των τρεχόντων λογαριασμών της εταιρείας.
Στη συνάντηση είχε τονιστεί ότι η Χαλυβουργική, ως μη πελάτης πλέον της ΔΕΗ, θα μπορούσε να διασφαλίσει την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας από το σύστημα ως αυτοπρομηθευόμενος καταναλωτής, που σημαίνει ότι, εάν η Χαλυβουργική εξακολουθούσε να μην πληρώνει το ρεύμα που καταναλώνει, ο λογαριασμός θα επιμεριζόταν στο σύνολο των παρόχων ηλεκτρικού ρεύματος. Να σημειωθεί πως η εταιρεία, όπως λέγεται, δεν προετοίμασε τη διαδικασία που απαιτείται για να ενταχθεί στο σύστημα ηλεκτροδότησης ως αυτοτροφοδοτούμενη.
Στο μεταξύ, όπως τόνισε χθες ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ Ε. Παναγιωτάκης, στο περιθώριο της γενικής συνέλευσης των μετόχων της, η ΔΕΗ σκοπεύει να προβεί σε νομικές ενέργειες για τη διεκδίκηση των οφειλόμενων ποσών από τη Χαλυβουργική. Ο ίδιος χαρακτήρισε μάλιστα ανεπαρκή την πρόταση της εταιρείας να καταβάλει 500.000 ευρώ έναντι των οφειλών που έχουν συσσωρευτεί το τελευταίο διάστημα. Σύμφωνα με κύκλους της εταιρείας, στο ύψος του εφάπαξ ποσού, αλλά και στους όρους συνεννόησης αποπληρωμής του συνολικού ποσού ύψους 31,8 εκατ. ευρώ που χρωστά η Χαλυβουργική στη ΔΕΗ, χωρίς να έχει δώσει ούτε ελάχιστο των οφειλομένων από το 2016, εντοπίζεται το αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών. Οι πληροφορίες πως η εταιρεία προχώρησε σε νέα πρόταση, από την πλευρά της, που έφτανε το ελάχιστο εφάπαξ ποσό αποπληρωμής στο 1 εκατ. ευρώ, δεν επιβεβαιώθηκαν στην πράξη. Να σημειωθεί πως την Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου στις εγκαταστάσεις της Χαλυβουργικής φορτώθηκε καράβι με προϊόντα απομάκρυνσης (σύνηθες για τις χαλυβουργίες) και μάλιστα επισπεύστηκε η φόρτωσή του στο πλαίσιο των εξελίξεων που δρομολογούνται στην εταιρεία.
Όπως τονίζουν στη «Ν» στελέχη της εταιρείας, με την παύση της ηλεκτροδότησης ο χώρος του εργοστασίου εκτιμάται ότι θα ηλεκτροδοτείται με τη βοήθεια γεννητριών που χρησιμοποιούνται σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. Στο εργοστάσιο λειτουργεί πλέον μόνο το τμήμα συντήρησης, μιας και από το 2012 σταμάτησε ο ηλεκτρικός κλίβανος και το 2016 σταμάτησε η ελάχιστη παραγωγή του τμήματος της ελασματουργίας της εταιρείας.
Υπό ομαλές συνθήκες η δυναμικότητα παραγωγής της Χαλυβουργικής ανέρχεται σε 1 εκατ. τόνους χάλυβα τον χρόνο. Στα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας περιλαμβάνονται οι κτηριακές εγκαταστάσεις της και το ιδιόκτητο λιμάνι που διαθέτει. Το 2009 ολοκλήρωσε επένδυση ύψους 300 εκατ. ευρώ την οποία όμως μέχρι σήμερα δεν κατόρθωσε να αποσβέσει. Σήμερα απασχολεί γύρω στα 210 άτομα (εργοστάσιο και γραφεία) και όπως τονίζεται από την πλευρά των εργαζόμενων, έχουν υποστεί από την αρχή της οικονομικής κρίσης όλες τις συνέπειες των περικοπών και του περιορισμού του μισθολογικού κόστους. Στο μεταξύ, χθες, καταβλήθηκαν στους εργαζόμενους της Χαλυβουργικής το 15νθήμερο του μισθού Δεκεμβρίου, καθώς και το δώρο των Χριστουγέννων.
Ιστορία ενός αιώνα
Η Χαλυβουργική είναι η ιστορικότερη ελληνική χαλυβουργία με έναν αιώνα σχεδόν εμπειρία στην παραγωγή χαλυβουργικών προϊόντων. Κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 υπήρξε η μοναδική, πλήρως καθετοποιημένη χαλυβουργία στην Ελλάδα η οποία χρησιμοποιούσε σιδηρομετάλλευμα ως πρώτη ύλη για την παραγωγή τελικών προϊόντων. Η εταιρεία ξεκίνησε ως βιομηχανία καρφιών το 1932 για να εξελιχθεί σε μικρό χαλυβουργείο επί της οδού Πειραιώς στην Αθήνα το 1938. Το 1953 έθεσε σε λειτουργία νέες καμίνους στην Ελευσίνα, που σύντομα μεταβλήθηκαν σε πλήρως καθετοποιημένη σιδηρουργίαχαλυβουργία. Το 1958 απέκτησε κάμινο ανοικτής εστίας και το 1963 έθεσε σε λειτουργία την πρώτη υψικάμινο στον Ελλάδα, καθώς και μεταλλάκτες τύπου LD. Το 1975 η εταιρεία έθεσε σε λειτουργία και δεύτερη υψικάμινο, ανεβάζοντας έτσι την παραγωγική της δυναμικότητα σε 2,5 εκατ. τόνους χάλυβα ετησίως. Από το 1981 όμως η εταιρεία άρχισε να φθίνει. Η εταιρεία συνέχισε να παράγει επιμήκη προϊόντα στην Ελευσίνα, σε σύγχρονες εγκαταστάσεις δυναμικότητας 500.000 τόνων, υπό τη διεύθυνση του Κωνσταντίνου Π. Αγγελόπουλου και των γιων του. Εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, αλλά και του υψηλού κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας η εταιρεία υπολειτουργούσε από το 2012 μέχρι σήμερα.