Aχτίδες αισιοδοξίας αρχίζουν να διαφαίνονται στην Ελλάδα, καθώς το Eurogroup της 3ης Δεκεμβρίου αναμένεται να εγκρίνει τον προϋπολογισμό του 2019. Ωστόσο ο δρόμος για την πραγματική έξοδο από την κρίση είναι μακρύς και οι αξιωματούχοι της Ε.Ε. θα πρέπει να αποφύγουν να φορούν «χρωματιστά» γυαλιά όταν κοιτούν τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης της χώρας. Αυτό επισημαίνει σε ανάλυση στο Brookings Institute ο καθηγητής Θεόδωρος Πελαγίδης, και σχολιάζει ότι η κυβέρνηση στέλνει το λάθος μήνυμα στις αγορές, αλλά και υπονομεύει με επιλογές της, όπως αυτές των υπερπλεονασμάτων, την ανάκαμψη οικονομίας.
Ο κ. Πελαγίδης θυμίζει ότι η πρώτη μεταμνημονιακή αξιολόγηση της Κομισιόν ανέβαλε την εκταμίευση 600 εκατ. ευρώ προς την Ελλάδα, τα οποία προέρχονται από τα κέρδη της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών από ελληνικά ομόλογα. «Η καθυστέρηση, οφειλόμενη στην απουσία προόδου στις ιδιωτικοποιήσεις και τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου θα στοιχίσει στην χώρα ακριβά» σχολιάζει.
Από την άλλη δόθηκε το πράσινο φως ώστε να μην περικοπούν οι συντάξεις, αναφέρει και σπεύδει να προσθέσει ότι από την έναρξη της κρίσης οι μισθοί συρρικνώθηκαν δραματικά, ενώ οι συντάξεις μειώθηκαν σε μικρότερο βαθμό. Παρόλα αυτά οι συνταξιούχοι έχουν ανάγκη από μία ανάσα.
Δίνει έμφαση στο γεγονός ότι σύμφωνα με το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα 2019-2022, το μερίδιο των μισθών του δημοσίου στον προϋπολογισμό αυξάνεται από τα 15,6 δισ. ευρώ το 2015 στα 17,1 το 2018 και στα 17,6 δισ. ευρώ το 2019. «Είναι επομένως προφανές ότι η κυβέρνηση στοχεύει να εξασφαλίσει πολιτικό κέρδος, πετώντας ένα ξεροκόματο στους συνταξιούχους και τους δημοσίους υπαλλήλους» τονίζει.
Την ίδια ώρα όμως το πρωτογενές πλεόνασμα για το 2018 προβλέπεται να φτάσει στο 4,2% του ΑΕΠ για τρίτη διαδοχική χρονιά. Αυτό το πλεόνασμα, εξηγεί το ινστιτούτο, δημιουργήθηκε εις βάρος των απολύτως αναγκαίως δημοσίων επενδύσεων, που έχουν ήδη μειωθεί κατά 300 εκατ. ευρώ σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις.
Το μαχαίρι στις δημόσιες επενδύσεις στέλνει το λάθος μήνυμα στις αγορές, ενώ συνεχίζει να υπομονεύει τις προοπτικές ανάπτυξης, την παραγωγικότητα, τα επίπεδα των μισθών και την καθαρή απασχόληση, προειδοποιεί. «Όσον αφορά στην παραγωγικότητα πρόσφατη έκθεση της Alpha Bank ορθώς δίνει έμφαση στο γεγονός ότι υποχωρεί απότομα με αποτέλεσμα να ανεβάζει το εργατικό κόστος και να πλήττει την ανταγωνιστικότητα» αναφέρει.
Προτείνει στο πλαίσιο αυτό τρία βήματα.
1. Ψήφιση των μεταρρυθμίσεων που συμφωνήθηκαν ώστε να λάβει η χώρα άμεσα τα 600 εκατ. ευρώ
2. Ταχεία αντιμετώπιση του ζητήματος των ληξιπρόθεσμων οφειλών
3. Αποφυγή πρωτογενών υπερπλεονασμάτων στο εξής (δηλαδή να μην υπερβαίνουν το 3,5% που έχει συμφωνηθεί).
«Η ανταπόκριση σε αυτές τις προτεραιτότητες θα μπορούσε να συμβάλλει στην αποκλιμάκωση της απόδοσης του δεκαετούς ομολόγου, αλλά και να δώσει σημαντική ώθηση στην οικονομία» επισημαίνεται.
Παρόλα αυτά, επισημαίνεται, η κυβέρνηση βλέποντας τη στήριξη της κοινής γνώμης να υποχωρεί και έχοντας κατά νου τις εκλογές κάπου μέσα στον επόμενο χρόνο, φαίνεται ότι θα θελήσει να θέσει διαφορετικές προτεραιότητες εις βάρος της βιώσιμης, μακροπρόθεσμης ανάπτυξης. «Είναι περίεργο που οι Ευρωπαίοι πιστωτές δεν σκοπεύουν να αντιδράσουν» καταλήγει.
naftemporiki.gr