Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Σε δυσμενέστερες παραδοχές για την εξέλιξη των βασικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας μέχρι και το 2060, συγκριτικά με τις αντίστοιχες που υιοθέτησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στήριξε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο την έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Με πρόβλεψη για μέση ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ της τάξεως του 2,9% έως το 2060, πρωτογενές πλεόνασμα 1,8% για την ίδια περίοδο και μέσο επιτόκιο δανεισμού της τάξεως του 5,7%, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι θα χρειαστούν πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους σε μακροπρόθεσμη βάση. Ως «έτος καμπής» ορίζεται το 2038, καθώς με βάση την έκθεση από το συγκεκριμένο έτος και μετά αρχίζει να παρατηρείται ταχεία αύξηση του χρέους αναλογικά με το ΑΕΠ.
Οι βασικές παραδοχές πάνω στις οποίες το ΔΝΤ στήριξε την έκθεση βιωσιμότητας του χρέους είναι οι εξής:
- Ανάπτυξη: Η ονομαστική μεταβολή του ΑΕΠ (στην οποία περιλαμβάνεται και ο πληθωρισμός) αναμένεται να διαμορφωθεί στο 3% για το 2018, στο 2,2% για το 2019, στο 3,6% για το 2020, στο 2,9% για το 2023 και στο 2,8% για την περίοδο από το 2027 και μέχρι το 2060. Αυτές οι εκτιμήσεις βγάζουν μέσο όρο της τάξεως του 2,9% για την περίοδο 2018-2060 και 2,8% για την περίοδο 2023-2060. Οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι 3,1% και 3% αντίστοιχα. Δηλαδή, το ΔΝΤ είναι πιο «απαισιόδοξο» σε σχέση με τους Ευρωπαίους όσον αφορά την ανάπτυξη, κάτι που ποσοτικοποιείται με ένα μέσο ποσοστό της τάξεως του 0,2%.
- Πρωτογενές πλεόνασμα: Στην έκθεση βιωσιμότητας του χρέους ενσωματώνεται η πάγια θέση του ΔΝΤ ότι ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 2,2% που συμφωνήθηκε για την περίοδο μετά το 2023 δεν είναι ο κατάλληλος για την ελληνική οικονομία. Το Ταμείο επιμένει στην εκτίμηση ότι το πρωτογενές πλεόνασμα δεν μπορεί να ξεπεράσει το 1,5% σε μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη βάση. Συγκεκριμένα, η πρόβλεψη πάνω στην οποία στηρίχθηκε η έκθεση βιωσιμότητας είναι η εξής: Πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% για την περίοδο 2018-2022, πρωτογενές πλεόνασμα 3% για το 2023 και 1,5% για όλη την περίοδο μέχρι το 2060. Έτσι, ο μέσος όρος για την περίοδο 2018-2060 διαμορφώνεται στο 1,8%, ενώ για την περίοδο 2023-2060 στο 1,6%. Η πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι 2,4% και 2,2% αντίστοιχα.
- Επιτόκια: Το ΔΝΤ είναι πολύ απαισιόδοξο όσον αφορά τις προβλέψεις για τα επιτόκια με τα οποία θα δανείζεται η Ελλάδα από τις αγορές μετά τον Αύγουστο. Για το 2018 εκτιμά ότι το κόστος θα διαμορφωθεί στο 4,5%, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να κατεβάζει το κόστος στο 3,2%. Για το 2019 τα ποσοστά είναι 5,3% και 4,1% αντίστοιχα, και για το 2020 είναι 5,5% και 4,3%. Κατά μέσο όσο και για την περίοδο 2018-2060 το ΔΝΤ ανεβάζει τον επιτοκιακό πήχη στο 5,7%, έναντι 4,7% που είναι ο αντίστοιχος μέσος όρος των προβλέψεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Με δεδομένες αυτές τις διαφορές στις βασικές παραδοχές, το αποτέλεσμα που προκύπτει είναι πολύ χειρότερο. Ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι το 2060 το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα έχει υποχωρήσει κάτω από το 100% μετά και την ενεργοποίηση των μέτρων ελάφρυνσής του, το ΔΝΤ ανεβάζει τον πήχη σε πάνω από 175% του ΑΕΠ. Σε βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη βάση -ουσιαστικά μέχρι το 2038- το ΔΝΤ δεν εκφράζει αντιρρήσεις σε σχέση με τη βιωσιμότητα του χρέους.
Όπως αναφέρεται, «με τα συμφωνηθέντα μέτρα, η εξυπηρέτηση του χρέους σε μεσοπρόθεσμη βάση φαντάζει διαχειρίσιμη». Στην έκθεση αναφέρεται επίσης ότι η χρηματοδότηση των αναγκών μέσα από τις αγορές σε μεσοπρόθεσμη βάση θα είναι διασφαλισμένη τα επόμενα χρόνια υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα γίνουν πράξη κάποιοι από τους κινδύνους που εντοπίζει το ΔΝΤ (επιδείνωση της διεθνούς οικονομίας, πολιτική αποσταθεροποίηση στην Ελλάδα, αναστροφή μεταρρυθμίσεων κ.λπ.). Σε κάθε περίπτωση, οι επιφυλάξεις του ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του χρέους σε μακροπρόθεσμη βάση διατυπώνονται με μεγάλη σαφήνεια, ενώ ζητούνται επιπλέον μέτρα ελάφρυνσης, ειδικά για την περίοδο μετά το 2038. Η συγκεκριμένη χρονιά θεωρείται ορόσημο, καθώς μετά το συγκεκριμένο έτος οι ετήσιες δαπάνες για την εξυπηρέτηση του χρέους ξεπερνούν το 20% του ΑΕΠ.
Κανονικά στις αξιολογήσεις
Το ΔΝΤ θα διατηρήσει την ετήσια έκθεση ελέγχου της ελληνικής οικονομίας, ενώ κάθε χρόνο θα συντάσσονται δύο εκθέσεις προς το εκτελεστικό συμβούλιο του Ταμείου στο πλαίσιο της μεταπρογραμματικής εποπτείας της χώρας, αποκάλυψε ο Πίτερ Ντόλμαν, επικεφαλής της ομάδας του ΔΝΤ για την Ελλάδα, στο πλαίσιο συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε χθες για την παρουσίαση της έκθεσης. Επίσης, διευκρίνισε ότι τα στελέχη του ΔΝΤ θα συμμετέχουν κανονικά στις τέσσερις αξιολογήσεις που προβλέπονται και από το ευρωπαϊκό πλαίσιο μεταμνημονιακής παρακολούθησης. Ο κ. Ντόλμαν χαρακτήρισε ως κρίσιμη την επόμενη αποστολή που θα πραγματοποιηθεί το φθινόπωρο, καθώς, όπως είπε, τότε θα εξεταστεί και ο προϋπολογισμός του 2019 αλλά και οι προθέσεις της κυβέρνησης σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις και τα μέτρα που θα προχωρήσουν από την 1η/1/2019. Ο κ. Ντόλμαν εξέφρασε έντονο προβληματισμό σχετικά με το κατά πόσο μπορούν να επιτευχθούν ταυτόχρονα οι στόχοι της ανάπτυξης και των υψηλών πλεονασμάτων. Αναφερόμενος δε στο θέμα του χρέους, σημείωσε ότι με το «μαξιλάρι» ρευστότητας βελτιώνεται σημαντικά η βιωσιμότητά του μεσοπρόθεσμα. Το «μαξιλάρι» θα ξεκινήσει από 24 δισ. και θα μειωθεί περίπου στα μισά στα τέλη του 2022. Σε εκείνη τη φάση θα πρέπει να εξετασθεί η πρόσβαση στις αγορές και τι «μαξιλάρι» θα χρειάζεται τότε.